“Τα Μεγάλα Δέντρα”, είπε τελικά ο Ραντ, για να σπάσει κάτι τη σιωπή. “Είναι σαν το Αβεντεσόρα;”
Ο Λόιαλ ανακάθισε απότομα· η καρέκλα του έσκουξε και έτριξε, τόσο δυνατά, που του Ραντ του φάνηκε πως θα διαλυόταν. “Ξέρεις πολύ καλά. Εσύ, πιο πολύ από τους άλλους”.
“Εγώ; Πού να ξέρω;”
“Μου κάνεις κάποιο αστείο; Μερικές φορές εσείς οι Αελίτες τα πιο παράξενα πράγματα τα βρίσκετε αστεία”.
“Τι; Δεν είμαι Αελίτης! Είμαι από τους Δύο Ποταμούς. Ποτέ μου δεν είδα Αελίτη!”
Ο Λόιαλ κούνησε το κεφάλι και οι φούντες των αυτιών του έπεσαν προς τα έξω. “Βλέπεις; Όλα άλλαξαν και τα μισά απ’ όσα ξέρω είναι άχρηστα. Ελπίζω να μην σε προσέβαλα. Είμαι σίγουρος πως οι Δύο Ποταμοί σου είναι πολύ ωραίο μέρος, όπου και να ’ναι”.
“Κάποιος μου είπε ότι κάποτε λεγόταν Μανέθερεν”, είπε ο Ραντ. “Δεν το είχα ακούσει άλλη φορά, αλλά ίσως εσύ...”
Τα αυτιά του Ογκιρανού είχαν πεταχτεί ψηλά από χαρά. “Α! Ναι. Η Μανέθερεν”. Οι τούφες ξανάπεσαν. “Υπήρχε εκεί ένα θαυμάσιο άλσος. Ο πόνος σου τραγουδά στην καρδιά μου, Ραντ αλ’θορ. Δεν μπορούσαμε να έρθουμε εγκαίρως”.
Ο Λόιαλ υποκλίθηκε από κει που καθόταν και ο Ραντ του ανταπέδωσε την υπόκλιση. Υποψιαζόταν πως ο Λόιαλ θα είχε πληγωθεί, αν αυτό δεν είχε ήδη συμβεί. Και πως θα τον θεωρούσε, το λιγότερο, αγενή. Αναρωτήθηκε, αν ο Λόιαλ πίστευε πως είχε παρόμοιο είδος αναμνήσεων με τον ίδιο. Οι άκρες του στόματος και των ματιών του Ογκιρανού ήταν στραμμένες προς τα κάτω, σαν να μοιραζόταν τον πόνο του Ραντ για την απώλεια, λες και η καταστροφή δεν ήταν κάτι που είχε συμβεί κοντά στα δύο χιλιάδες χρόνια πριν, κάτι που ο Ραντ ήξερε μονάχα από την ιστορία της Μουαραίν.
Μετά από λίγο, ο Λόιαλ αναστέναξε. “Ο Τροχός γυρίζει”, είπε, “και κανείς δεν ξέρει το γύρισμά του. Αλλά έχεις κάνει τόσο δρόμο από το σπίτι σου, όσο κι εγώ από το δικό μου. Μεγάλη απόσταση, όπως είναι τώρα τα πράγματα. Όταν οι Οδοί ήταν ανοιχτές, φυσικά — μα αυτό είναι παρελθόν. Πες μου, τι σε φέρνει τόσο μακριά; Υπάρχει κάτι που θέλεις κι εσύ να δεις;”
Ο Ραντ άνοιξε το στόμα του για να πει ότι είχαν έρθει να δουν τον ψεύτικο Δράκοντα — και δεν μπόρεσε. Ίσως επειδή ο Λόιαλ έκανε σαν να μην ήταν μεγαλύτερος από τον Ραντ, ασχέτως του αν ήταν ενενήντα χρονών. Ίσως για τους Ογκιρανούς τα ενενήντα να ήταν η ηλικία του Ραντ. Είχε περάσει πολύς καιρός που δεν μπορούσε να μιλήσει πραγματικά σε κάποιον γι’ αυτά που συνέβαιναν. Πάντα υπήρχε ο φόβος ότι ο άλλος θα ήταν Σκοτεινόφιλος, ή ότι αυτό θα πίστευε για τον Ραντ, Ο Ματ ήταν τόσο κλεισμένος στον εαυτό του, τρέφοντας μόνος τις υποψίες και τους φόβους του, που δεν ήταν για να μιλήσει μαζί του. Ο Ραντ άρχισε να λέει στον Λόιαλ για τη Νύχτα του Χειμώνα. Δεν ήταν μια αόριστη ιστορία για Σκοτεινόφιλους· είπε την αλήθεια για τους Τρόλοκ που έσπασαν την πόρτα και για τον Ξέθωρο στο Δρόμο του Νταμαριού.
Ένα μέρος του εαυτού του φρικιούσε μ’ αυτό που έκανε, αλλά έμοιαζε σαν να είχε γίνει δύο άνθρωποι. Ο ένας προσπαθούσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό, ενώ ο άλλος ένιωθε ανακούφιση, που τελικά μπορούσε να τα πει όλα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τραύλιζε και κόμπιαζε και πηδούσε μπρος-πίσω στην ιστορία που έλεγε. Για τη Σαντάρ Λογκόθ και τους φίλους που είχε χάσει στη νύχτα, χωρίς να ξέρει αν ήταν νεκροί ή ζωντανοί. Για τον Ξέθωρο στην Ασπρογέφυρα και τον Θομ, που πέθανε για να γλιτώσουν. Τον Ξέθωρο στο Μπάερλον. Τους Σκοτεινόφιλους αργότερα, τον Χάουαλ Γκόουντ και το αγόρι που τους φοβόταν και τη γυναίκα που προσπάθησε να σκοτώσει τον Ματ. Τον Ημιάνθρωπο έξω από τη Χήνα και το Στέμμα.
Όταν άρχισε να μιλά, εξίσου ξέφρενα, για τα όνειρα, ακόμα και το μέρος του εαυτού του που ήθελε να μιλήσει ένιωσε σύγκρυο. Δάγκωσε τη γλώσσα του, έσφιξε τα δόντια. Ανασαίνοντας βαριά μέσα από τη μύτη του, παρακολούθησε επιφυλακτικά τον Ογκιρανό, ελπίζοντας ότι θα τα περνούσε για απλούς εφιάλτες. Το Φως ήξερε πως όλα έμοιαζαν σαν εφιάλτης, ή σαν κάτι που θα έκανε τον καθένα να δει εφιάλτες. Ίσως ο Λόιαλ απλώς να σκεφτόταν πως τρελαινόταν. Ίσως...
“Τα’βίρεν”, είπε ο Λόιαλ Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια. “Τι;”
“Τα’βίρεν”. Ο Λόιαλ έτριψε το μυτερό αυτί του μ’ ένα κοντόχοντρο δάχτυλο και σήκωσε ελαφρά τους ώμους. “Ο Πρεσβύτερος Χάμαν πάντα έλεγε πως είχα αλλού το νου μου, αλλά εγώ μερικές φορές άκουγα. Ξέρεις, φυσικά, πώς είναι πλεγμένο το Σχέδιο,”
“Δεν έκατσα ποτέ να το σκεφτώ”, είπε αργά ο Ραντ. “Έτσι είναι”.
“Α, ναι, περίπου. Όχι ακριβώς. Βλέπεις, ο Τροχός του Χρόνου πλέκει το Σχήμα των Εποχών και τα νήματα που χρησιμοποιεί είναι ζωές. Δεν είναι πάντα αναλλοίωτο το Σχήμα. Αν κάποιος προσπαθήσει να αλλάξει την πορεία της ζωής του και το Σχήμα έχει χώρο, ο Τροχός συνεχίζει να πλέκει και το συμπεριλαμβάνει κι αυτό. Πάντα υπάρχει χώρος για μικρές αλλαγές, αλλά, μερικές φορές, το Σχήμα απλώς δεν δέχεται μια μεγάλη αλλαγή, όσο σκληρά κι αν προσπαθήσεις. Το αντιλαμβάνεσαι;”