Ο Ραντ ένευσε. “Θα μπορούσα να ζήσω στο αγρόκτημα, ή στο Πεδίο του Έμοντ, αυτό θα ήταν μικρή αλλαγή. Αν ήθελα όμως να γίνω βασιλιάς...” γέλασε και ο Λόιαλ του χαμογέλασε τόσο πλατιά, που το πρόσωπό του φάνηκε να ανοίγει στα δύο. Τα δόντια του ήταν άσπρα και πλατιά σαν σμίλες.
“Ναι, έτσι είναι. Αλλά μερικές φορές η αλλαγή διαλέγει εσένα, ή τη διαλέγει ο Τροχός για σένα. Και, μερικές φορές, ο Τροχός στρίβει το νήμα μιας ζωής, ή αρκετά νήματα, με τρόπο που όλα τα γειτονικά νήματα αναγκάζονται να στροβιλιστούν γύρω του. Κι αυτά παρασύρουν κι άλλα νήματα κι εκείνα άλλα και πάει λέγοντας. Το πρώτο στρίψιμο για να γίνει ο Ιστός είναι το τα’βίρεν και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να το αλλάξεις, μέχρι να αλλάξει το ίδιο το Σχέδιο. Ο Ιστός —τα’μάραλ’άιλεν, λέγεται― μπορεί να κρατήσει βδομάδες, ή χρόνια. Μπορεί να πιάσει μια πόλη, ή ακόμα και ολόκληρο το Σχήμα. Ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος ήταν τα’βίρεν. Το ίδιο και ο Λουζ Θέριν ο Σφαγέας, θα έλεγα”. Αφησε ένα βροντερό χαχανητό. “Ο Πρεσβύτερος Χάμαν θα με καμάρωνε. Ζαλιζόμουν όταν μιλούσε και τα βιβλία για τα ταξίδια ήταν πιο ενδιαφέροντα, αλλά μερικές φορές άκουγα”.
“Πολύ ωραία όλα αυτά”, είπε ο Ραντ, “αλλά δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχουν με μένα. Βοσκός είμαι, όχι άλλος ένας Γερακόφτερος. Ούτε ο Ματ, ούτε ο Πέριν, είναι τέτοιο πράγμα. Είναι... γελοίο”.
“Δεν είπα ότι ήσουν, αλλά και μόνο που σε άκουγα να λες την ιστορία σου σχεδόν ένιωθα το Σχήμα να στροβιλίζεται και δεν έχω τέτοιο Ταλέντο. Είσαι Τα’βίρεν, δεν χωρά συζήτηση. Κι εσύ και ίσως οι φίλοι σου”. Ο Ογκιρανός κοντοστάθηκε, τρίβοντας σκεφτικά την άκρη της πλατιάς μύτης του. Τελικά ένευσε, σαν να είχε καταλήξει σε μια απόφαση. “Θέλω να ταξιδέψω μαζί σου, Ραντ”.
Για μια στιγμή ο Ραντ στάθηκε κοιτάζοντάς τον, απορώντας αν είχε ακούσει καλά. “Μαζί μου;” Αναφώνησε, όταν ξαναβρήκε τη φωνή του. “Δεν άκουσες τι έλεγα για...;” Ξαφνικά κοίταξε την πόρτα. Ήταν καλά κλεισμένη και τόσο παχύ το φύλλο, που, αν κάποιος κρυφάκουγε από την άλλη μεριά, θα ακουγόταν μονάχα μουρμουρητά, ακόμα κι αν κολλούσε το αυτί στο ξύλο. Πάντως συνέχισε, χαμηλώνοντας τη φωνή. “Αυτόν που με κυνηγά; Αλλά νόμιζα ότι ήθελες να δεις τα δέντρα σου”.
“Υπάρχει ένα θαυμάσιο άλσος στην Ταρ Βάλον και μου είπαν ότι οι Άες Σεντάι το περιποιούνται καλά. Εκτός αυτού, δεν θέλω να δω μονάχα τα άλση. Ίσως να μην είσαι άλλος ένας Άρτουρ ο Γερακόφτερος, αλλά, τουλάχιστον για ένα διάστημα, ένα μέρος του κόσμου θα επηρεάζεται από σένα, ίσως ήδη επηρεάζεται από σένα. Ακόμα και ο Πρεσβύτερος Χάμαν θα ήθελε να το δει”.
Ο Ραντ δίστασε. Θα ήταν ωραίο, αν είχε μαζί του κάποιον ακόμα. Έτσι που φερόταν ο Ματ, ήταν σαν να μην είχε παρέα. Ο Ογκιρανός θα ήταν μια φιλική παρουσία. Ίσως να ήταν νέος, όπως μετρούσαν τις ηλικίες οι Ογκιρανοί, αλλά, σαν τον Ταμ, δεν έμοιαζε να τον πτοεί τίποτα. Και ο Λόιαλ είχε δει τόσα μέρη και ήξερε για άλλα. Κοίταξε τον πλατυπρόσωπο Ογκιρανό, που καθόταν εκεί σαν προσωποποίηση της υπομονής. Καθόταν εκεί και καθιστός ήταν ψηλότερος απ’ όσο οι περισσότεροι όρθιοι. Πώς να κρύψεις κάποιον που έχει τρία μέτρα μπόι; Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι.
“Δεν μου φαίνεται καλή ιδέα, Λόιαλ. Ακόμα κι αν μας βρει η Μουαραίν εδώ πέρα, όλος ο δρόμος για την Ταρ Βάλον θα είναι γεμάτος κινδύνους. Αν δεν μας βρει...” Αν δεν μας βρει, τότε είναι Πεθαμένη, το ίδιο και οι άλλοι. Αχ, Εγκουέν. Τίναξε το κεφάλι του. Η Εγκουέν δεν ήταν πεθαμένη και η Μουαραίν θα τους έβρισκε.
Ο Λόιαλ τον κοίταξε με συμπόνια και άγγιξε τον ώμο του Ραντ. “Είμαι σίγουρος πως οι φίλοι σου είναι καλά, Ραντ”.
Ο Ραντ τον ευχαρίστησε νεύοντας. Ένιωθε ένα σφίξιμο στο λαιμό και δεν μπορούσε να μιλήσει.
“Θέλεις τουλάχιστον να μιλάμε μερικές φορές;” Ο Λόιαλ αναστέναξε κι ήταν σαν βαθύ μπουμπουνητό. “Και να παίζουμε καμιά παρτίδα λίθους; Μέρες έχω να μιλήσω σε κάποιον, με εξαίρεση τον καλό αφέντη Γκιλ κι αυτός συνήθως είναι απασχολημένος. Η μαγείρισσα τον έχει τρελάνει στις δουλειές. Μήπως είναι αυτή η πραγματική ιδιοκτήτρια του πανδοχείου;”
“Φυσικά, θα μιλάω μαζί σου”. Η φωνή του ήταν τραχιά. Έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και προσπάθησε να χαμογελάσει. “Κι αν ανταμώσουμε στην Ταρ Βάλον, θα μου δείξεις το άλσος της”. Πρέπει να είναι όλοι τους καλά. Ας δώσει το Φως να είναι όλοι καλά
37
Η Μεγάλη Καταδίωξη
Η Νυνάβε έσφιξε γερά τα γκέμια των τριών αλόγων και το βλέμμα της καρφώθηκε στη νύχτα, λες και θα μπορούσε να τρυπήσει το σκοτάδι και να δει την Άες Σεντάι και τον Πρόμαχο. Σκελετωμένα δέντρα την κύκλωναν, γυμνά και μαύρα στο αμυδρό φως του φεγγαριού. Τα δέντρα και η νύχτα ήταν καλή κρυψώνα γι’ αυτό που έκαναν η Μουαραίν και ο Λαν, ό,τι κι αν ήταν αυτό, όχι πως είχαν σταθεί να της δώσουν εξηγήσεις. Ο Λαν είχε πει χαμηλόφωνα “Πρόσεχε μην κάνουν φασαρία τα άλογα” και είχαν εξαφανιστεί, αφήνοντάς τη να στέκεται σαν σταβλίτης. Έριξε μια ματιά στα άλογα και αναστέναξε αγανακτισμένα.