Выбрать главу

Ο Μαντάρμπ γινόταν ένα με τη νύχτα, σχεδόν εξίσου καλά όπως ο μανδύας του αφεντικού του. Ο μόνος λόγος που ο εκπαιδευμένος για μάχη επιβήτορας την άφηνε να τον πλησιάσει ήταν επειδή ο Λαν προσωπικά της είχε δώσει τα γκέμια. Τώρα το άλογο φαινόταν αρκετά ήσυχο, αλλά η Νυνάβε θυμόταν ότι είχε γυμνώσει τα δόντια του σιωπηλά κάποια φορά, που είχε απλώσει το χέρι της στο χαλινάρι του χωρίς να περιμένει την έγκριση του Λαν. Η σιωπή έκανε τα δόντια του να φαντάζουν ακόμα πιο επικίνδυνα. Έριξε μια τελευταία επιφυλακτική ματιά στον επιβήτορα και γύρισε για να κοιτάξει προς την κατεύθυνση στην οποία είχαν χαθεί οι άλλοι, χαϊδεύοντας αφηρημένα το δικό της άλογο. Πετάχτηκε ξαφνιασμένη, όταν η Αλντίμπ έχωσε τη χλωμή μουσούδα της κάτω από το χέρι της, αλλά μετά από λίγο ενέδωσε και χάιδεψε και την άσπρη φοράδα.

“Άδικα τα βάζω μαζί σου”, ψιθύρισε, “μόνο και μόνο επειδή η αφεντικίνα σου είναι μια αναίσθητη―” Πάλι προσπάθησε να κοιτάξει μέσα στο σκοτάδι. Τι έκαναν;

Φεύγοντας από την Ασπρογέφυρα, είχαν περάσει από χωριά, τόσο φυσιολογικά που έμοιαζαν εξωπραγματικά, συνηθισμένα χωριά, που στα μάτια της Νυνάβε δεν έμοιαζαν να έχουν την παραμικρή σχέση με έναν κόσμο που είχε μέσα του Ξέθωρους και Τρόλοκ και Άες Σεντάι. Είχαν ακολουθήσει το Δρόμο του Κάεμλυν, ώσπου τελικά η Μουαραίν ανακάθισε στη σέλα της Αλντίμπ, κοιτάζοντας ανατολικά, σαν να έβλεπε ως την άκρη του μεγάλου δρόμου, τα τόσα μίλια που τους χώριζαν από το Κάεμλυν, σαν να έβλεπε τι τους περίμενε εκεί.

Τελικά η Άες Σεντάι άφησε την ανάσα της να βγει αργά και ξανακάθισε. “Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει”, μουρμούρισε, “αλλά δεν πιστεύω ότι υφαίνει το τέλος της ελπίδας. Πρέπει πρώτα να φροντίσω αυτό για το οποίο είμαι βέβαιη. Θα γίνει όπως υφαίνει ο Τροχός”. Έστριψε τη φοράδα της προς τα βόρεια, βγήκε από το δρόμο και μπήκε στο δάσος. Ένα από τα αγόρια βρισκόταν σε κείνη την κατεύθυνση, με το νόμισμα που του είχε δώσει η Μουαραίν. Ο Λαν την ακολούθησε.

Η Νυνάβε έριξε μια μεγάλη, τελευταία ματιά στο Δρόμο του Κάεμλυν. Ελάχιστοι άνθρωποι ήταν μαζί τους στο δρόμο· υπήρχαν δυο-τρία κάρα με μεγάλες ρόδες και μια άδεια άμαξα στο βάθος, κάτι λίγοι πεζοπόροι με τα υπάρχοντά στην πλάτη, ή στοιβαγμένα σε χειράμαξες. Μερικοί παραδέχονταν πως πήγαιναν στο Κάεμλυν για να δουν τον ψεύτικο Δράκοντα, αλλά οι περισσότεροι το αρνούνταν κατηγορηματικά, ειδικά όσοι είχαν έρθει μέσω της Ασπρογέφυρας. Η Νυνάβε στην Ασπρογέφυρα είχε αρχίσει να πιστεύει τη Μουαραίν. Ως ένα βαθμό. Κάπως περισσότερο από πριν, πάντως. Και αυτό δεν την ανακούφιζε καθόλου.

Ο Πρόμαχος και η Άες Σεντάι είχαν χαθεί σχεδόν στα δέντρα, όταν ξεκίνησε στο κατόπι τους. Έτρεξε να τους προφτάσει. Ο Λαν γύρισε αρκετές φορές να την κοιτάξει και της κούνησε το χέρι για να τους προλάβει, αλλά έμεινε στο πλευρό της Μουαραίν και η Άες Σεντάι είχε το βλέμμα στραμμένο μπροστά.

Ένα βράδυ, όταν είχαν αφήσει το δρόμο, τα αόρατα ίχνη χάθηκαν. Η Μουαραίν, η απτόητη Μουαραίν, ξαφνικά σηκώθηκε πλάι στη μικρή φωτιά, όπου έβραζε ένα κατσαρολάκι, με τα μάτια της ορθάνοιχτα. “Χάθηκε”, ψιθύρισε στη νύχτα.

“Είναι...;” Η Νυνάβε δεν μπόρεσε να τελειώσει την ερώτηση. Φως μου, δεν ξέρω καν ποιος είναι!

“Δεν πέθανε”, είπε αργά η Άες Σεντάι, “αλλά δεν έχει πια το νόμισμα”. Κάθισε κάτω, με φωνή ήρεμη και χέρια σταθερά, κατέβασε το κατσαρολάκι από τη φωτιά και έριξε εκεί μια χούφτα τσάι. “Το πρωί θα συνεχίσουμε το δρόμο που έχουμε πάρει. Όταν πλησιάσω κοντά, θα μπορέσω να τον βρω δίχως το νόμισμα”.

Καθώς η φωτιά έσβηνε, αφήνοντας μόνο τα κάρβουνα, ο Λαν τυλίχτηκε στο μανδύα του και αποκοιμήθηκε. Η Νυνάβε δεν είχε ύπνο. Έβλεπε την Άες Σεντάι. Η Μουαραίν είχε τα μάτια κλειστά, αλλά καθόταν εκεί και η Νυνάβε ήξερε πως ήταν ξύπνια.

Όταν και η τελευταία λάμψη από τα κάρβουνα είχε σβήσει πριν πολλή ώρα, η Μουαραίν άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε. Η Νυνάβε μπόρεσε να νιώσει το χαμόγελο της Άες Σεντάι, ακόμα και στο σκοτάδι. “Ξαναβρήκε το νόμισμα, Σοφία. Όλα θα πάνε καλά”. Ξάπλωσε στις κουβέρτες της αναστενάζοντας και, σχεδόν αμέσως, βυθίστηκε στον ύπνο ροχαλίζοντας.

Η Νυνάβε δυσκολεύτηκε να τη μιμηθεί, παρ’ όλη την κούραση της. Το μυαλό της σκεφτόταν το χειρότερο, όσο κι αν προσπαθούσε να το εμποδίσει. Όλα θα πάνε καλά. Μετά την Ασπρογέφυρα, δεν το πίστευε πια τόσο εύκολα.