Выбрать главу

Ξαφνικά, κάτι τράβηξε απότομα τη Νυνάβε από τις αναμνήσεις της και την έβγαλε στη νύχτα· υπήρχε πραγματικά ένα χέρι στο μπράτσο της. Έπνιξε την κραυγή που πήγε να βγει από το λαρύγγι της, έψαξε να βρει το μαχαίρι στη ζώνη της και έσφιξε τη λαβή, αλλά μετά κατάλαβε ότι το χέρι ήταν του Λαν.

Η κουκούλα του Πρόμαχου ήταν κατεβασμένη, αλλά ο μανδύας με τις ιδιότητες χαμαιλέοντα γινόταν ένα με τη νύχτα, τόσο που η αμυδρή θολούρα του προσώπου του φαινόταν να αιωρείται στο σκοτάδι. Το χέρι στο μπράτσο της έμοιαζε να βγαίνει από τον αέρα.

Η Νυνάβε ανάσανε μ’ ένα τρέμουλο. Περίμενε πως ο Λαν θα σχολίαζε το πόσο εύκολα την είχε πλησιάσει χωρίς να το καταλάβει, αλλά, αντίθετα, αυτός γύρισε για να ψάξει στα σακίδια της σέλας του. “Σε χρειαζόμαστε”, της είπε, και έσκυψε για να πεδικλώσει τα άλογα.

Μόλις τελείωσε σηκώθηκε, την πήρε από το χέρι και ξαναχώθηκαν στη νύχτα. Τα μελαχρινά μαλλιά του γινόταν ένα με τη νύχτα, όπως ο μανδύας του κι έκανε πολύ λιγότερο θόρυβο απ’ αυτήν. Η Νυνάβε παραδέχτηκε απρόθυμα πως δεν θα μπορούσε να τον ακολουθήσει στο δάσος, αν δεν την έπιανε για να την οδηγεί. Και δεν ήξερε πως θα μπορούσε να ελευθερωθεί από τη λαβή του, αν αυτός δεν ήθελε να την αφήσει· είχε πολύ δυνατά χέρια.

Όταν έφτασαν σε μια πλαγιά, τόσο χαμηλή που μετά βίας θα την ονόμαζε κανείς λόφο, ο Λαν έπεσε στο ένα γόνατο και τράβηξε τη Νυνάβε πλάι του. Εκείνη χρειάστηκε μια στιγμή για να καταλάβει πως ήταν και η Μουαραίν εκεί. Έτσι ασάλευτη, με το σκούρο μανδύα της, η Άες Σεντάι έμοιαζε με σκιά. Ο Λαν έδειξε ένα μεγάλο ξέφωτο στα δέντρα πέρα από τη λοφοπλαγιά.

Η Νυνάβε συνοφρυώθηκε στο αχνό φεγγαρόφωτο κι έπειτα ξαφνικά χαμογέλασε, καταλαβαίνοντας. Οι χλωμές θολούρες ήταν σκηνές σε ίσιες σειρές, ένα στρατόπεδο στο σκοτάδι.

“Λευκομανδίτες”, ψιθύρισε ο Λαν, “διακόσιοι, ίσως περισσότεροι. Υπάρχει καλό νερό εκεί κάτω. Και το παλικάρι που ψάχνουμε”.

“Στο στρατόπεδο;” Πιο πολύ ένιωσε παρά είδε τον Λαν να νεύει.

“Στο κέντρα του. Η Μουαραίν μπορεί να τον δείξει ακριβώς. Πλησίασα αρκετά κοντά και είδα πως τον φρουρούν”.

“Είναι αιχμάλωτος;” είπε η Νυνάβε. “Γιατί;”

“Δεν ξέρω. Τα Τέκνα δεν θα ενδιαφέρονταν για ένα χωριατόπαιδο, εκτός αν υπήρχε κάτι που να τους κινήσει την περιέργεια. Το Φως ξέρει πως γίνονται καχύποπτοι με το παραμικρό, αλλά πάντως αυτό με ανησυχεί”.

“Πώς θα τον ελευθερώσεις;” Όταν την κοίταξε, μόνο τότε η Νυνάβε συνειδητοποίησε πόση βεβαιότητα ένιωθε μέσα της, πως ο Λαν μπορούσε να μπει ανάμεσα σε διακόσιους άνδρες και να βγει με το αγόρι. Ε, Πρόμαχος είναι. Κάποιες από τις ιστορίες πρέπει να είναι αληθινές.

Αναρωτήθηκε αν γελούσε μαζί της, αλλά η φωνή του ήταν σοβαρή κι ανέκφραστη. “Μπορώ να τον βγάλω, αλλά δεν θα είναι σε κατάσταση για να φύγουμε κρυφά. Αν μας δουν, ίσως βρεθούμε σε σημείο να μας κυνηγούν διακόσιοι Λευκομανδίτες κι εμείς να είμαστε δύο-δύο στα άλογα. Εκτός αν έχουν άλλα να κάνουν και δεν προλάβουν να μας κυνηγήσουν. Είσαι πρόθυμη να το ρισκάρεις;”

“Για να βοηθήσω έναν άνθρωπο του χωριού μου; Βεβαίως! Τι κάνω;”

Εκείνος έδειξε πάλι στο σκοτάδι, πέρα από τις σκηνές. Αυτή τη φορά η Νυνάβε δεν έβλεπε τίποτα εκτός από σκιές. “Τα άλογά τους. Αν κοπούν τα σχοινιά από τους πάσσαλους του φράχτη, όχι τελείως, αλλά έτσι που να σπάσουν όταν η Μουαραίν δημιουργήσει αντιπερισπασμό, τότε οι Λευκομανδίτες θα τρέχουν να βρουν τα άλογά τους και θα αφήσουν εμάς. Υπάρχουν δύο φρουροί σ’ αυτή την πλευρά του στρατοπέδου, πέρα από τους φράχτες, αλλά, αν είσαι καλή έστω και στο μισό απ’ όσο νομίζω, τότε δεν θα σε δουν”.

Εκείνη ξεροκατάπιε. Άλλο ήταν να παραμονεύεις για λαγούς· αλλά φρουρούς, με δόρατα και σπαθιά... Νομίζει λοιπόν πως είμαι καλή, ε; “Θα το κάνω”.

Ο Λαν ένευσε πάλι, σαν να μην περίμενε κάτι λιγότερο. “Κάτι άλλο ακόμα. Κυκλοφορούν λύκοι απόψε. Είδα δύο, κι αν είδα τόσους, μάλλον υπάρχουν πολύ περισσότεροι”. Κοντοστάθηκε και, παρ’ όλο που η φωνή του δεν άλλαξε, της φάνηκε πως ένιωθε μπερδεμένος. “Ήταν σαν να ήθελαν να τους δω. Τέλος πάντων, μην σε ανησυχεί αυτό. Οι λύκοι, συνήθως, αποφεύγουν τους ανθρώπους”.

“Πού να ξέρω εγώ απ’ αυτά”, του είπε γλυκά. “Κοντά σε βοσκούς μεγάλωσα”. Εκείνος μούγκρισε κι αυτή χαμογέλασε μέσα στο σκοτάδι,

“Πάμε τώρα, λοιπόν”, της είπε.

Το χαμόγελό της έσβησε, καθώς κοίταζε το στρατόπεδο που ήταν γεμάτο ενόπλους. Διακόσιοι άνδρες με δόρατα και σπαθιά και... Πριν το ξανασκεφτεί, χαλάρωσε το μαχαίρι στη θήκη του και ξεκίνησε. Η Μουαραίν της έπιασε το μπράτσο, σφίγγοντάς τη γερά, σχεδόν όσο κι ο Λαν.