Αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Φαντάστηκε τα μάτια του Λαν, όταν θα την άκουγε να λέει τι είχε κάνει. Δεν θα την κατηγορούσαν η λογική της ήταν αψεγάδιαστη και ο Λαν δεν θα περίμενε τίποτα παραπάνω απ’ αυτήν, Ήταν Σοφία, όχι ένας σπουδαίος και ανίκητος Πρόμαχος, που μπορούσε να γίνει σχεδόν αόρατος. Έσφιξε τα δόντια και πλησίασε το τελευταίο σχοινί. Το πρώτο άλογο εκεί ήταν η Μπέλα.
Δεν υπήρχε περίπτωση να μπερδέψει την κοντόχοντρη, δασύτριχη μορφή με άλλη. Το να υπάρχει άλλο άλογο σαν κι αυτό, εδώ, τώρα, θα παραήταν μεγάλη σύμπτωση. Χάρηκε που δεν είχε παρατήσει το τελευταίο χαλινάρι. Τόσο έτρεμαν τα χέρια και τα πόδια της, που φοβόταν να πιάσει το σχοινί του πασσάλου, αλλά το μυαλό της ήταν καθαρό, σαν το Νερό της Οινοπηγής. Όποιο κι αν ήταν το αγόρι στο στρατόπεδο, εδώ βρισκόταν και η Εγκουέν. Κι αν έφευγαν καβάλα δυο-δυο στα άλογα, κάποια Τέκνα θα τους έπιαναν, όσο κι αν σκόρπιζαν τα άλογα και κάποιοι από την ομάδα τους θα σκοτώνονταν. Ήταν τόσο σίγουρη γι’ αυτό, όσο κι όταν άκουγε τον άνεμο. Ένιωσε μια σουβλιά φόβου στην κοιλιά της, φόβο για το πώς ήταν τόσο σίγουρη. Αυτό δεν είχε να κάνει με τον καιρό ή με τα σπαρτά, ή με τις αρρώστιες. Γιατί μου είπε η Μουαραίν ότι μπορώ να χρησιμοποιήσω τη Δύναμη; Γιατί δεν μ’ άφηνε στην ησυχία μου;
Κατά παράξενο τρόπο, ο φόβος βοήθησε το τρέμουλο να καταλαγιάσει. Με χέρια σταθερά, σαν να έτριβε βότανα στο σπίτι της, έκοψε το σχοινί του πασσάλου όπως και τα άλλα. Ξανάχωσε το μαχαίρι στη θήκη του και έλυσε το χαλινάρι της Μπέλας. Η δασύτριχη φοράδα ξύπνησε ξαφνιασμένη, τίναξε το κεφάλι, μα η Νυνάβε της χάιδεψε τη μύτη και μίλησε απαλά με λόγια παρηγοριάς στο αυτί της. Η Μπέλα ρουθούνισε και φάνηκε ικανοποιημένη.
Κι άλλα άλογα σε κείνο το σχοινί είχαν ξυπνήσει και την κοιτούσαν. Θυμήθηκε τον Μαντάρμπ και άπλωσε διστακτικά το χέρι στο επόμενο χαλινάρι, αλλά εκείνο το άλογο δεν είχε αντίρρηση για το ξένο χέρι. Και μάλιστα φάνηκε να θέλει κι αυτό ένα χάδι στη μουσούδα, σαν την Μπέλα. Η Νυνάβε άρπαξε σφιχτά το χαλινάρι της Μπέλας και τύλιξε το άλλο στον άλλο καρπό της, ενώ συνεχώς παρακολουθούσε το στρατόπεδο με νευρικότητα. Οι άσπρες σκηνές απείχαν μόνο τριάντα μέτρα και μπορούσε να δει άνδρες να κινούνται μέσα τους. Αν πρόσεχαν τα άλογα που σάλευαν και έρχονταν να δουν γιατί...
Ευχήθηκε απεγνωσμένα να μην την περίμενε η Μουαραίν να επιστρέψει. Ό,τι κι αν έκανε η Άες Σεντάι, ας το έκανε τώρα. Φως μου, βάλε την να το κάνει τώρα, πριν...
Ξαφνικά, μια αστραπή φώτισε τη νύχτα ψηλά πάνω της, διαλύοντας για μια στιγμή το σκοτάδι. Μια βροντή χτύπησε τα αυτιά της, τόσο δυνατά, που της φάνηκε πως τα γόνατά της θα λύγιζαν και μια κοφτερή τρίαινα κάρφωσε το έδαφος, μόλις πιο πέρα από τα άλογα, τινάζοντας ψηλά χώμα και πέτρες, σαν σιντριβάνι. Ο πάταγος της σχισμένης γης πάλεψε με το βρόντο του κεραυνού. Τα άλογα τρελάθηκαν κι ορθώθηκαν ουρλιάζοντας· τα σχοινιά των πάσσαλων έσπασαν σαν κλωστές εκεί που τα είχε κόψει η Νυνάβε, Αλλος ένας κεραυνός έκοψε τον ουρανό, πριν σβήσει η εικόνα του πρώτου.
Η Νυνάβε δεν είχε καιρό για πανηγυρισμούς. Με τον πρώτο κρότο η Μπέλα τινάχτηκε προς μια μεριά, ενώ το άλλο άλογο ορθώθηκε προς την αντίθετη. Της φάνηκε σαν να της ξερίζωναν τα χέρια. Για ένα ατέλειωτο λεπτό έμεινε κρεμασμένη ανάμεσα στα άλογα, με τα πόδια να πάνω από το έδαφος, με την κραυγή της να πνίγεται στη δεύτερη βροντή. Ο κεραυνός ξαναχτύπησε και άλλη μια φορά και ακόμα μία, μ’ ένα συνεχές, μανιασμένο μουγκρητό από τον ουρανό. Τα άλογα, μην μπορώντας να πάνε εκεί που ήθελαν, γύρισαν πίσω, αφήνοντας την να πέσει. Θα ήθελε να ξαπλώσει κάτω και να τρίψει τα βασανισμένα χέρια της, αλλά δεν υπήρχε χρόνος. Η Μπέλα και το άλλο άλογο ήταν πλάι της, με μόνο το ασπράδι να φαίνεται στα μάτια τους, απειλώντας να τη ρίξουν και να την ποδοπατήσουν. Κατάφερε, κάπως, να σηκώσει τα χέρια, άρπαξε τη χαίτη της Μπέλας, ανέβηκε στη ράχη της φοράδας που τιναζόταν. Το άλλο χαλινάρι ήταν ακόμα γύρω από τον καρπό της και της έκοβε τη σάρκα.
Το στόμα της άνοιξε μόνο του, όταν πέρασε γρυλίζοντας από δίπλα της μια μακριά, γκρίζα σκιά, που έμοιαζε να αγνοεί την ίδια και τα άλογα που είχε μαζί της, αλλά ανοιγόκλεινε τα δόντια μπροστά στα παλαβωμένα ζώα, που έτρεχαν τώρα προς κάθε κατεύθυνση. Και μια δεύτερη σκιά θανάτου την ακολούθησε από κοντά. Η Νυνάβε θέλησε πάλι να τσιρίξει, αλλά τίποτα δεν βγήκε από μέσα της. Λύκοι! Το Φως να μας βοηθήσει! Τι κάνει η Μουαραίν;