Έχωσε τις φτέρνες στα πλευρά της Μπέλας, μα ήταν περιττό. Η φοράδα έτρεξε και το άλλο ζώο μετά χαράς την ακολούθησε. Οπουδήποτε, αρκεί να μπορούσαν τρέξουν, αρκεί να ξέφευγαν από τη φωτιά του ουρανού, που σκότωνε τη νύχτα.
38
Διάσωση
Ο Πέριν σάλεψε όπως μπορούσε, με τα χέρια δεμένα πίσω του και τελικά εγκατέλειψε την προσπάθεια αναστενάζοντας. Απέφευγε τη μια πέτρα κι έπεφτε σε άλλες δυο. Προσπάθησε αδέξια να σκεπαστεί με το μανδύα. Η νύχτα ήταν κρύα και το χώμα έμοιαζε να πίνει τη ζέστη του κορμιού του, όπως γινόταν κάθε νύχτα, από τότε που τους είχαν πιάσει οι Λευκομανδίτες. Τα Τέκνα δεν πίστευαν πως οι αιχμάλωτοι χρειάζονταν κουβέρτες ή στέγη. Ειδικά οι επικίνδυνοι Σκοτεινόφιλοι.
Η Εγκουέν ήταν κουλουριασμένη στην πλάτη του και είχε πέσει στο βαθύ ύπνο που έφερνε η εξάντληση. Ο ήλιος είχε δύσει εδώ και πολλές ώρες και το κορμί του τον πονούσε από την κορφή ως τα νύχια, μετά από μια ολόκληρη μέρα που περπατούσε πίσω από ένα άλογο φορώντας περιλαίμιο, αλλά γι’ αυτόν ο ύπνος δεν ερχόταν.
Η φάλαγγα δεν προχωρούσε τόσο γρήγορα. Τώρα που τα περισσότερα εφεδρικά άλογα είχαν χαθεί στο στέντιγκ λόγω των λύκων, οι Λευκομανδίτες δεν μπορούσαν να πάνε όσο γρήγορα ήθελαν· η καθυστέρηση αυτή ήταν άλλο ένα από τα πράγματα για τα οποία κατηγορούσαν τους δύο από το Πεδίο του Έμοντ. Η φιδίσια διπλή γραμμή, όμως, προχωρούσε σταθερά ―ο Άρχοντας Μπόρνχαλντ σκόπευε να φτάσει στο Κάεμλυν εγκαίρως, όποιος κι αν ήταν ο λόγος- και στο μυαλό του Πέριν υπήρχε πάντα ο φόβος ότι, αν έπεφτε, ο Λευκομανδίτης που κρατούσε το λουρί του δεν θα σταματούσε, παρά τις εντολές του Άρχοντα Λοχαγού να μείνουν ζωντανοί για τους Εξεταστές στο Άμαντορ. Ήξερε πως, αν γινόταν αυτό, δεν θα κατάφερνε να σωθεί· οι μόνες φορές που του έλυναν τα χέρια ήταν όταν έτρωγε και όταν τον πήγαιναν στο λάκκο των αφοδευτηρίων. Με το καπίστρι το κάθε βήμα είχε σημασία, κάθε πέτρα κάτω από τα πόδια του μπορούσε να αποβεί μοιραία. Περπατούσε με τους μύες τεντωμένους, ερευνώντας το έδαφος με ανήσυχο βλέμμα. Όποτε κοίταζε την Εγκουέν, την έβλεπε να κάνει το ίδιο. Όταν του αντιγύριζε τη ματιά, το πρόσωπό της ήταν σφιγμένο και φοβισμένο. Κανείς τους δεν τολμούσε να πάρει το βλέμμα από το έδαφος για περισσότερο από μια ματιά.
Συνήθως σωριαζόταν χάμω, σαν στυμμένο πανί, αμέσως μόλις τον άφηναν οι Λευκομανδίτες να σταματήσει, αλλά απόψε το μυαλό του κλωθωγύριζε. Η επιδερμίδα του ανατρίχιαζε από το φόβο, που φούσκωνε μέσα του εδώ και μέρες. Όταν έκλεινε τα μάτια, το μόνο που έβλεπε ήταν αυτά που τους υποσχόταν ο Μπάυαρ για όταν θα έφταναν στο Άμαντορ.
Ήταν σίγουρος πως η Εγκουέν ακόμα δεν πίστευε όσα τους έλεγε ο Μπάυαρ με την ανέκφραστη φωνή του. Αν τα πίστευε, δεν θα κατάφερνε να κοιμηθεί, όσο κουρασμένη κι αν ήταν. Στην αρχή ούτε κι αυτός πίστευε τον Μπάυαρ. Ακόμα δεν ήθελε να τον πιστέψει. Οι άνθρωποι δεν έκαναν τέτοιο πράγματα σε άλλους ανθρώπους. Αλλά ο Μπάυαρ δεν απειλούσε· σαν να μιλούσε για ένα ποτήρι νερό, έλεγε για καυτά σίδερα και λαβίδες, για μαχαίρια που έκοβαν την επιδερμίδα και βελόνες που τρυπούσαν. Δεν έμοιαζε να θέλει να τους τρομάξει. Δεν υπήρχε ο παραμικρός κομπασμός στα μάτια του. Απλώς δεν τον ένοιαζε αν φοβούνταν ή όχι, αν τους βασάνιζαν ή όχι, αν ζούσαν ή όχι. Αυτό έκανε το μέτωπό του Πέριν να γεμίζει κρύο ιδρώτα, όταν το κατάλαβε. Αυτό, τελικά, τον έπεισε πως ο Μπάυαρ έλεγε την απλή αλήθεια.
Οι μανδύες των δύο σκοπών αχνόλαμπαν στο αμυδρό φεγγαρόφωτο. Δεν διέκρινε τα πρόσωπά τους, αλλά ήξερε ότι τους παρακολουθούσαν. Λες και μπορούσαν να κάνουν τίποτα, έτσι δεμένοι χειροπόδαρα. Από πριν, όταν ακόμα είχε φως, θυμόταν την αηδία στα πρόσωπά τους και την αποδοκιμαστική έκφραση τους, σαν να τους είχαν βάλει να φυλάξουν ρυπαρά τέρατα, που ήταν βρωμερά και απωθητικά στην όψη. Όλοι οι Λευκομανδίτες τους κοίταζαν έτσι. Αυτό δεν άλλαζε ποτέ. Φως μου, πώς να τους κάνω να πιστέψουν πως δεν είμαστε Λευκομανδίτες αφού είναι ήδη πεπεισμένοι άτι είμαστε; Το στομάχι του ανακατεύτηκε. Στο τέλος, μάλλον θα ομολογούσε οτιδήποτε, αρκεί να σταματούσαν οι Εξεταστές.
Κάποιος έρχονταν, ένας Λευκομανδίτης με φανάρι. Ο καινούργιος σταμάτησε για να μιλήσει με τους σκοπούς, οι οποίοι του απάντησαν με σεβασμό. Ο Πέριν δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν, μα αναγνώρισε την ψηλή, ισχνή μορφή.
Μισόκλεισε τα μάτια, όταν ο άλλος σήκωσε το φανάρι κοντά στο πρόσωπό του. Ο Μπάυαρ στο άλλο χέρι κρατούσε το τσεκούρι του Πέριν είχε κατάσχει το όπλο για δικό του. Τουλάχιστον ο Πέριν δεν τον έβλεπε ποτέ χωρίς αυτό.