Выбрать главу

“Ξύπνα”, είπε ο Μπάυαρ ανέκφραστα, λες και πίστευε ότι ο Πέριν κοιμόταν με το κεφάλι υψωμένο. Συνόδευσε τα λόγια του με μια κλωτσιά στα πλευρά.

Ο Πέριν γρύλισε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. Τα πλευρά του ήταν μια μεγάλη μελανάδα από τις κλωτσιές του Μπάυαρ.

“Ξύπνα, είπα”. Το πόδι ξανασηκώθηκε και ο Πέριν μίλησε γοργά.

“Ξύπνιος είμαι”. Έπρεπε να απαντάς σ’ αυτά που έλεγε ο Μπάυαρ, αλλιώς έβρισκε τρόπους να τραβήξει την προσοχή σου.

Ο Μπάυαρ άφησε το φανάρι κάτω και έσκυψε για να ελέγξει τα δεσμά του. Του τράβηξε τραχιά τον καρπό, του έστριψε τα μπράτσα ως τις αρθρώσεις των ώμων. Όταν βρήκε ότι οι κόμποι ήταν σφιχτοί όπως τους είχε αφήσει, τράβηξε το σχοινί που έδενε τον Πέριν στους αστραγάλους, σέρνοντας τον στο βραχώδες έδαφος. Φαινόταν τόσο αποστεωμένος, που δεν έμοιαζε να έχει καθόλου δύναμη, αλλά μπροστά του ο Πέριν ήταν σαν μικρό παιδί. Κάθε βράδυ ήταν η ίδια ρουτίνα.

Όταν ο Μπάυαρ ανασηκώθηκε, ο Πέριν είδε ότι η Εγκουέν κοιμόταν ακόμα. “Ξύπνα!” φώναξε. “Εγκουέν! Ξύπνα!”

“Τι έγ...; Τι;” Η φωνή της Εγκουέν ήταν φοβισμένη, νωθρή από τον ύπνο. Σήκωσε το κεφάλι της, ανοιγόκλεισε τα μάτια στο φως του φαναριού.

Ο Μπάυαρ δεν έδειξε να απογοητεύεται που δεν θα μπορούσε να την ξυπνήσει κλωτσώντας. Απλώς τράβηξε με βία τα σχοινιά της, όπως είχε κάνει με τον Πέριν, χωρίς να δίνει σημασία στα βογκητά της. Ο πόνος που μπορούσε να προκαλέσει ήταν άλλο ένα από τα πράγματα που δεν έμοιαζαν να τον ενδιαφέρουν ο Πέριν ήταν ο μόνος για τον οποίο κατέβαλλε ιδιαίτερη προσπάθεια να τον πονέσει. Έστω κι αν ο Πέριν δεν μπορούσε να το θυμηθεί, ο Μπάυαρ θυμόταν πολύ καλά πως είχε σκοτώσει δυο Τέκνα.

“Γιατί να κοιμούνται οι Σκοτεινόφιλοι”, είπε απαθώς ο Μπάυαρ, “ενώ οι σωστοί άνθρωποι ξενυχτούν για να τους φρουρούν;”

“Για εκατοστή φορά”, είπε κουρασμένα η Εγκουέν, “δεν είμαστε Σκοτεινόφιλοι”.

Ο Πέριν ετοιμάστηκε. Μερικές φορές αυτή η άρνηση έδινε αφορμή για μια διάλεξη με ενοχλητική και άτονη φωνή πάνω στο θέμα της εξομολόγησης και της μετάνοιας, που κατέληγε στην περιγραφή των τρόπων με τους οποίους πετύχαιναν οι Εξεταστές αυτό το στόχο. Μερικές φορές έδινε αφορμή και για τη διάλεξη και για μια κλοτσιά. Έκπληκτος είδε ότι αυτή τη φορά ο Μπάυαρ την αγνόησε.

Αντίθετα, κάθισε οκλαδόν μπροστά του, με τα κόκαλά του να προβάλουν ανάγλυφα στο πετσί του, ακουμπώντας το τσεκούρι στα γόνατα. Ο χρυσός ήλιος του μανδύα του στο ύψος του αριστερού στήθους και τα δύο χρυσά άστρα από κάτω λαμπύριζαν στο φως του φαναριού. Έβγαλε το κράνος και το ακούμπησε πλάι στο φανάρι. Για αλλαγή, αυτή τη φορά το πρόσωπό του έδειχνε κάτι άλλο εκτός από απέχθεια ή μίσος, κάτι επείγον και δυσανάγνωστο. Ακούμπησε τα χέρια στη λαβή του τσεκουριού και μελέτησε σιωπηλά τον Πέριν. Ο Πέριν προσπάθησε να’ αντικρίσει το βλέμμα αυτών των ρουφηγμένων ματιών.

“Εσύ και οι λύκοι σου μας καθυστερείτε, Σκοτεινόφιλε. Το Συμβούλιο των Χρισμένων έχει ακούσει αναφορές για παρόμοια πράγματα και θέλει να μάθει περισσότερα, άρα πρέπει να σας πάμε στο Αμαντορ και να σας παραδώσουμε στους Εξεταστές, αλλά μας καθυστερείτε. Ήλπιζα ότι θα προχωρούσαμε γρήγορα, έστω και χωρίς τα εφεδρικά άλογα, αλλά έκανα λάθος”. Έμεινε σιωπηλός, κοιτάζοντάς τους συνοφρυωμένος.

Ο Πέριν περίμενε· ο Μπάυαρ θα του έλεγε, όταν ήταν έτοιμος.

“Ο Άρχοντας Διοικητής βρίσκεται σε δίλημμα”, είπε τελικά ο Μπάυαρ. “Εξαιτίας των λύκων πρέπει να σε πάει στο Συμβούλιο, αλλά πρέπει, επίσης, να φτάσει και στο Κάεμλυν. Δεν μας περισσεύουν άλογα για σας, αλλά, αν πάτε περπατώντας, δεν θα φτάσουμε στο Κάεμλυν τη μέρα που έχει οριστεί. Ο Άρχοντας Διοικητής δεν βλέπει τίποτα άλλο εκτός από τα καθήκοντά του και σκοπεύει να σας πάει στο Συμβούλιο”.

Η Εγκουέν ξερόβηξε. Ο Μπάυαρ κοίταζε τον Πέριν κι εκείνος του ανταπέδωσε το βλέμμα· σχεδόν φοβόταν να ανοιγοκλείσει τα μάτια. “Δεν καταλαβαίνω”, είπε αργά.

“Δεν έχει τίποτα να καταλάβεις”, απάντησε ο Μπάυαρ. “Τίποτα, εκτός από υποθέσεις για να περνά η ώρα. Αν δραπετεύατε, δεν θα προλαβαίναμε να ψάξουμε για σας. Δεν μας περισσεύει ούτε λεπτό, αν θέλουμε να φτάσουμε στο Κάεμλυν εγκαίρως. Αν, ας πούμε, κόβατε τα σχοινιά σας με μια κοφτερή πέτρα και χανόσασταν στο σκοτάδι, το πρόβλημα του Άρχοντα Διοικητή θα λυνόταν”. Χωρίς να τραβήξει το βλέμμα από τον Πέριν, έχωσε το χέρι στο μανδύα του και πέταξε κάτι στο χώμα.

Τα μάτια του Πέριν το ακολούθησαν αυτόματα. Όταν συνειδητοποίησε τι ήταν, έβγαλε μια πνιχτή ανάσα. Μια πέτρα. Μια σπασμένη πέτρα με αιχμηρή κόψη.

“Υποθέσεις για να περνά η ώρα”, είπε ο Μπάυαρ. “Και οι σκοποί σας απόψε κάνουν επίσης υποθέσεις”.