Выбрать главу

Ξαφνικά το στόμα του Πέριν ξεράθηκε. Σκέψου το καλά! Που να με βοηθήσει το Φως, σκέψου το καλά και μην κάνεις λάθη!

Μπορούσε να είναι αλήθεια; Άραγε ήταν τόσο σημαντική η ανάγκη των Λευκομανδιτών να φτάσουν γρήγορα στο Κάεμλυν; Θα άφηναν να δραπετεύσουν κάποιοι που τους υποψιάζονταν για Σκοτεινόφιλους; Αυτές οι ερωτήσεις ήταν άσκοπες· δεν ήξερε αρκετά. Ο μόνος Λευκομανδίτης που του μιλούσε ήταν ο Μπάυαρ, με εξαίρεση τον Άρχοντα Διοικητή Μπόρνχαλντ και αυτοί οι δύο δεν ήταν ακριβώς θησαυρός πληροφοριών. Άλλες ερωτήσεις. Αν ο Μπάυαρ ήθελε να δραπετεύσουν, γιατί απλώς δεν έκοβε τα σχοινιά τους; Αν ο Μπάυαρ ήθελε να δραπετεύσουν; Ο Μπάυαρ, που πίστευε ακράδαντα πως ήταν Σκοτεινόφιλοι. Ο Μπάυαρ, που πιο πολύ κι από τον Σκοτεινό μισούσε τους Σκοτεινόφιλους. Ο Μπάυαρ, που πάντα έψαχνε προφάσεις για να του προκαλέσει πόνο, επειδή είχε σκοτώσει δύο Λευκομανδίτες. Ο Μπάυαρ ήθελε να δραπετεύσουν,

Αν του φαινόταν πως πριν οι σκέψεις του έτρεχαν, τώρα χιμούσαν σαν κατολίσθηση. Παρά το κρύο, ο ιδρώτας κυλούσε με ρυάκια στο πρόσωπό του. Έριξε μια ματιά στους σκοπούς. Δεν ήταν παρά αχνόγκριζες σκιές, αλλά του φαινόταν πως ήταν έτοιμοι για κάτι, πως περίμεναν. Αν ο ίδιος και η Εγκουέν σκοτώνονταν προσπαθώντας να δραπετεύσουν και τα σχοινιά τους είχαν κοπεί με μια πέτρα, που μπορεί να είχε βρεθεί εκεί κατά τύχη... Το δίλημμα του Άρχοντα Διοικητή θα λυνόταν μια χαρά. Και ο Μπάυαρ θα τους έβλεπε νεκρούς, όπως ακριβώς το ήθελε.

Ο ισχνός άνδρας μάζεψε το κράνος του δίπλα από το φανάρι και έκανε να σηκωθεί.

“Περίμενε”, είπε βραχνά ο Πέριν. Οι σκέψεις του κλωθωγύρίζαν στο νου του, καθώς έψαχνε μάταια για κάποια διέξοδο. “Περίμενε, θέλω να μιλήσουμε. Είναι—”

Έρχεται βοήθεια!

Η σκέψη άνθισε στο μυαλό του, μια καθαρή λάμψη ανάμεσα στο χάος, τόσο απροσδόκητη, που για μια στιγμή ξέχασε τα πάντα, ξέχασε ακόμα και πού ήταν. Η Σταχτιά ήταν ζωντανή. Ο Ιλάυας, σκέφτηκε προς τη λύκαινα, ζητώντας να μάθει, δίχως λέξεις, αν ο άνθρωπος ζούσε. Μια εικόνα του απάντησε. Ο Ιλάυας, ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι από κλαριά με φύλλα πλάι σε μια μικρή φωτιά, σε μια σπηλιά, φροντίζοντας μια πληγή στο πλευρό του. Κράτησε μια στιγμή όλη κι όλη. Ο Πέριν κοίταξε χάσκοντας τον Μπάυαρ και ένα ανόητο χαμόγελο χάραξε το πρόσωπό του. Ο Ιλάυας ήταν ζωντανός. Η Σταχτιά ήταν ζωντανή. Ερχόταν βοήθεια.

Ο Μπάυαρ κοντοστάθηκε, καθώς ήταν μισοσηκωμένος και τον κοίταξε. “Σου ήρθε κάποια σκέψη, Πέριν από τους Δύο Ποταμούς, θέλω να μάθω τι είναι”.

Ο Πέριν, για μια στιγμή, πίστεψε πως εννοούσε τη σκέψη της Σταχτιάς. Μια έκφραση πανικού φάνηκε στο πρόσωπό του, που την ακολούθησε ανακούφιση. Ο Μπάυαρ δεν μπορούσε να ξέρει.

Ο Μπάυαρ είδε τις διαδοχικές εκφράσεις του και, για πρώτη φορά, το βλέμμα του Λευκομανδίτη στράφηκε στην πέτρα που είχε ρίξει στο χώμα.

Ο Πέριν συνειδητοποίησε πως ο Μπάυαρ το ξανασκεφτόταν. Αν άλλαζε γνώμη για την πέτρα, θα τολμούσε να τους αφήσει ζωντανούς για να μιλήσουν; Θα μπορούσε να κόψει τα σχοινιά ακόμα και μετά το θάνατο των αιχμαλώτων, έστω κι αν ρισκάριζε να τον ανακαλύψουν. Ο Πέριν κοίταξε τα μάτια του Μπάυαρ ―έτσι χωμένα στις σκιερές κόγχες τους, έμοιαζαν να τον κοιτούν από σκοτεινές σπηλιές- και είδε ότι είχε πάρει απόφαση θανάτου.

Ο Μπάυαρ άνοιξε το στόμα και, καθώς ο Πέριν περίμενε να ακούσει την απαγγελία της καταδίκης του, αρκετά πράγματα άρχισαν να συμβαίνουν, τόσο γρήγορα, που δεν είχε καιρό για σκέψη.

Ξαφνικά ένας από τους σκοπούς εξαφανίστηκε. Τη μια στιγμή υπήρχαν δύο θολές μορφές, την άλλη η νύχτα είχε καταπιεί τη μία. Ο δεύτερος σκοπός έστριψε, με μια φωνή έτοιμη να βγει από τα χείλη, αλλά, πριν προλάβει να προφέρει την πρώτη συλλαβή, ακούστηκε ένα βαρύ κρακ και ο σκοπός έπεσε σαν κομμένο δέντρο.

Ο Μπάυαρ γύρισε, σβέλτος σαν οχιά που χτυπούσε, με το τσεκούρι να στριφογυρνά στα χέρια, τόσο γοργά που σφύριζε. Τα μάτια του Πέριν γούρλωσαν, καθώς η νύχτα φάνηκε να κυλά μέσα στο φως του φαναριού. Άνοιξε το στόμα για να ουρλιάξει, αλλά ο λαιμός του είχε κλείσει από φόβο. Για μια στιγμή ξέχασε πως ο Μπάυαρ ήθελε να τους σκοτώσει. Ο Λευκομανδίτης ήταν άλλο ένα ανθρώπινο ον και η νύχτα είχε ζωντανέψει για να τους πάρει όλους.

Έπειτα, το σκοτάδι που εισέβαλλε στη νύχτα μεταμορφώθηκε κι έγινε ο Λαν, με τον μανδύα του να παίρνει αποχρώσεις του γκρίζου και του μαύρου καθώς προχωρούσε. Το τσεκούρι στα χέρια του Μπάυαρ χτύπησε σαν κεραυνός... και ο Λαν φάνηκε να γέρνει άνετα στο πλάι, αφήνοντας τη λεπίδα να περάσει τόσο κοντά, που πρέπει να είχε νιώσει τον αέρα στο κατόπι της. Τα μάτια του Μπάυαρ άνοιξαν διάπλατα, καθώς η ορμή με την οποία είχε κατεβάσει το τσεκούρι τον έκανε να χάσει την ισορροπία του και ο Πρόμαχος τον χτύπησε διαδοχικά με χέρια και πόδια, τόσο γρήγορα, που ο Πέριν δεν μπορούσε να πει τι είχε μόλις δει. Το μόνο για το οποίο ήταν σίγουρος ήταν ότι ο Μπάυαρ είχε καταρρεύσει σαν μαριονέτα. Σχεδόν πριν πέσει στο έδαφος ο Λευκομανδίτης, ο Λαν είχε γονατίσει για να σβήσει το φανάρι.