Ο Πέριν κοίταξε στα τυφλά, τώρα που το σκοτάδι είχε επιστρέψει ξαφνικά. Ο Λαν έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί πάλι.
“Είναι αλήθεια...;” είπε η Εγκουέν μ’ ένα λυγμό. “Νομίζαμε πως είχατε πεθάνει. Νομίζαμε πως ήσασταν όλοι πεθαμένοι”.
“Όχι ακόμα”. Ο βαθύς ψίθυρος του Πρόμαχου είχε μια γελαστή χροιά.
Χέρια άγγιξαν τον Πέριν, βρήκαν τα δεσμά του. Ένα μαχαίρι έκοψε τα σχοινιά με μια απαλή κίνηση και ο Πέριν ήταν ελεύθερος. Οι πονεμένοι μύες του διαμαρτυρήθηκαν όταν ανακάθισε. Τρίβοντας τους καρπούς του, κοίταξε τον γκρίζο σωρό που ήταν ο Μπάυαρ. “Τον...; Είναι...;”
“Όχι”, απάντησε η χαμηλή φωνή του Λαν από το σκοτάδι. “Δεν σκοτώνω, παρά μόνο όταν σκοπεύω να σκοτώσω. Αλλά θα περάσει αρκετή ώρα μέχρι να μας ξαναενοχλήσει. Σταμάτα τις ερωτήσεις και πάρε δύο μανδύες απ’ αυτούς. Δεν έχουμε πολύ χρόνο”.
Ο Πέριν σύρθηκε εκεί που κειτόταν ο Μπάυαρ. Δυσκολεύτηκε πολύ να τον αγγίξει και, όταν ένιωσε το στήθος του άλλου να ανεβοκατεβαίνει, παραλίγο θα τραβούσε τα χέρια του. Ανατρίχιασε, καθώς έλυνε τον λευκό μανδύα και τον έβγαζε. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Λαν, ο Πέριν φανταζόταν να σηκώνεται απότομα μπροστά του ο άνθρωπος με το πρόσωπο που θύμιζε νεκροκεφαλή. Ψαχούλεψε βιαστικά δεξιά κι αριστερά, ώσπου βρήκε το τσεκούρι του και μετά σύρθηκε σε έναν φρουρό. Στην αρχή του φάνηκε παράξενο, που δεν ένιωθε απρόθυμος να αγγίξει αυτόν τον λιπόθυμο άνδρα, αλλά βρήκε ποιος ήταν ο λόγος. Όλοι οι Λευκομανδίτες τον μισούσαν, αλλά ήταν ένα ανθρώπινο συναίσθημα. Ο Μπάυαρ δεν ένιωθε τίποτα, πέρα από το ότι ο Πέριν έπρεπε να πεθάνει· δεν υπήρχε μίσος σ’ αυτό, δεν υπήρχε το παραμικρό συναίσθημα.
Πήρε τους δύο μανδύες στην αγκαλιά του, γύρισε — και τον κατέλαβε πανικός. Στο σκοτάδι δεν είχε την αίσθηση κάποιας κατεύθυνσης, δεν ήξερε πώς να ξαναβρεί τον Λαν και τους άλλους. Στύλωσε τα πόδια, φοβούμενος να σαλέψει. Ακόμα και ο Μπάυαρ είχε κρυφτεί στη νύχτα, χωρίς το λευκό μανδύα του. Δεν είχε από πού να προσανατολιστεί. Όποια κατεύθυνση κι αν έπαιρνε, ίσως να τον έβγαζε από το στρατόπεδο.
“Εδώ”.
Προχώρησε παραπαίοντας προς τον ψίθυρο του Λαν, ώσπου κάποια χέρια τον σταμάτησαν. Η Εγκουέν ήταν μια αχνή σκιά και το πρόσωπο του Λαν ήταν μια θολούρα· το υπόλοιπο σώμα του Πρόμαχου έμοιαζε να μην υπάρχει. Ένιωσε το βλέμμα τους πάνω του και αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να τους εξηγήσει.
“Φορέστε τους μανδύες”, είπε απαλά ο Λαν. “Γρήγορα. Διπλώστε τους δικούς σας. Και μην κάνετε καθόλου φασαρία. Ακόμα δεν είμαστε ασφαλείς”.
Ο Πέριν έδωσε βιαστικά τον ένα χιτώνα στην Εγκουέν. Έκανε το δικό του μανδύα δεματάκι για να τον πάρει στα χέρια και έριξε στους ώμους του τον λευκό. Ένιωσε μια ανατριχίλα, καθώς έπεφτε στην πλάτη του, μια σουβλιά ανησυχίας στο στομάχι του. Μήπως του είχε πέσει ο μανδύας του Μπάυαρ; Του φάνηκε πως μύριζε στο μανδύα την οσμή του ισχνού άνδρα.
Ο Λαν τους έβαλε να κρατηθούν χέρι-χέρι. Ο Πέριν έσφιξε το τσεκούρι του με το ένα χέρι και το χέρι της Εγκουέν με το άλλο κι ευχήθηκε να τους έσωζε τελικά ο Πρόμαχος, για να ησυχάσει επιτέλους η αχαλίνωτη φαντασία του. Αλλά απλώς στάθηκαν εκεί, περικυκλωμένοι από τις σκηνές των Τέκνων, δύο μορφές με λευκούς μανδύες και μια άλλη, που μπορούσες να τη νιώσεις, μα όχι να τη δεις.
“Σε λίγο”, ψιθύρισε ο Λαν. “Όπου να ’ναι”.
Ένας κεραυνός έσχισε τη νύχτα πάνω από το στρατόπεδο, τόσο κοντά, που ο Πέριν ένιωσε τα μαλλιά του και τις τρίχες των χεριών του να σηκώνονται, καθώς ο αέρας φορτιζόταν. Λίγο μόλις πέρα από τις σκηνές η γη έσκασε με το χτύπημα και η έκρηξη στο έδαφος έγινε ένα με το βρόντο στον ουρανό. Πριν προλάβει να σβήσει το φως, ο Λαν τους είχε πάρει και τους οδηγούσε μπροστά.
Με το πρώτο βήμα που έκαναν άλλη μια μαχαιριά χάραξε τη μαυρίλα. Οι αστραπές έπεφταν σαν χαλάζι κι έτσι η νύχτα τρεμόφεγγε, σαν να ερχόταν το σκοτάδι με στιγμιαίες λάμψεις. Οι κεραυνοί ακούγονταν σαν ταμπούρλο, το ένα μουγκρητό άρχισε πριν χαθεί το προηγούμενο, σαν συνεχείς, κυματιστές κωδωνοκρουσίες. Τα έντρομα άλογα ούρλιαζαν, αλλά τα χλιμιντρίσματά τους πνίγονταν κι ακούγονταν μονάχα τις στιγμές που καταλάγιαζαν οι βροντές. Άνθρωποι έβγαιναν τρεκλίζοντας από τις σκηνές, μερικοί φορώντας τους λευκούς μανδύες τους, μερικοί μισοντυμένοι, μερικοί έτρεχαν πέρα-δώθε, άλλοι στέκονταν σαν ζαλισμένοι.