Μέσα σ’ όλα αυτά, ο Λαν τους τραβούσε τρέχοντας και ο Πέριν ήταν τελευταίος, για οπισθοφυλακή. Οι Λευκομανδίτες τους κοίταζαν με μάτια διάπλατα, καθώς περνούσαν. Μερικοί τους φώναζαν και οι κραυγές τους χάνονταν στο βροντοκόπημα του ουρανού, αλλά, μιας και φορούσαν τους λευκούς μανδύες, κανένας δεν προσπάθησε να τους σταματήσει. Πέρασαν τις σκηνές, βγήκαν από το στρατόπεδο, χώθηκαν στη νύχτα και κανένας δεν σήκωσε χέρι εναντίον τους.
Ο Πέριν ένιωσε το έδαφος να γίνεται ανώμαλο κάτω από τα πόδια του και οι θάμνοι τον μαστίγωναν, καθώς άφηνε τον Λαν να τον παρασύρει. Οι αστραπές τρεμόπαιξαν νευρικά και σταμάτησαν. Η ηχώ των βροντών ταξίδεψε στον ουρανό, πριν χαθεί κι αυτή. Ο Πέριν κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Μερικές φωτιές έκαιγαν εκεί, ανάμεσα στις σκηνές. Πρέπει να είχαν χτυπήσει κεραυνοί στα σημεία αυτά, ή ίσως μέσα στον πανικό τους κάποιοι να είχαν αναποδογυρίσει λάμπες. Ακόμα ακούγονταν κάποιοι να φωνάζουν, με αδύναμες φωνούλες μέσα στη νύχτα, προσπαθώντας να ξαναφέρουν λίγη τάξη, να βρουν τι είχε συμβεί. Το έδαφος πήρε ν’ ανηφορίζει και οι σκηνές και οι φωτιές και οι κραυγές έμειναν πίσω.
Ο Λαν σταμάτησε και ο Πέριν, παραλίγο, θα πατούσε την Εγκουέν. Μπροστά τους, στο φεγγαρόφωτο, στέκονταν τρία άλογα.
Μια σκιά σάλεψε και ακούστηκε η φωνή της Μουαραίν, γεμάτη εκνευρισμό. “Η Νυνάβε δεν επέστρεψε. Φοβάμαι πως η νεαρή έκανε κάποια ανοησία”. Ο Λαν έστριψε επιτόπου, σαν να ήθελε να γυρίσει από το δρόμο που είχαν έρθει, αλλά τον σταμάτησε μια λέξη σαν καμτσικιά από τη Μουαραίν. “Όχι!” Στάθηκε κοιτάζοντάς την λοξά· μόνο τα χέρια και το πρόσωπό του φαίνονταν και ήταν αχνές, σκιερές θολούρες. Η Μουαραίν συνέχισε, με πιο απαλό τόνο· πιο απαλά, αλλά εξίσου σταθερά. “Μερικά πράγματα είναι σημαντικότερα από άλλα. Το ξέρεις”. Ο Πρόμαχος δεν σάλεψε και η φωνή της σκλήρυνε πάλι. “Θυμήσου τους όρκους σου, αλ’Λαν Μαντράγκοραν, Άρχοντα των Επτά Πύργων! Τι απέγινε ο όρκος ενός Διαδηματοφόρου Πολέμαρχου των Μαλκιερινών;”
Ο Πέριν ανοιγόκλεισε τα μάτια. Όλα αυτά ήταν ο Λαν; Η Εγκουέν μουρμούριζε, αλλά ο Πέριν δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα από τη σκηνή μπροστά του· ο Λαν στεκόταν σαν λύκος από το κοπάδι της Σταχτιάς, ένας λύκος που υποχωρούσε μπροστά στη μικρόσωμη Άες Σεντάι και έψαχνε μάταια να ξεφύγει από το μοιραίο.
Η παγωμένη σκηνή έσπασε, όταν ακούστηκε ο ήχος κλαριών που έσπαζαν, πέρα στο δάσος. Με δύο μεγάλες δρασκελιές ο Λαν βρέθηκε ανάμεσα στη Μουαραίν και την πηγή του ήχου και το αχνό φεγγαρόφωτο τρεμόπαιξε στο σπαθί του. Τα τριξίματα και τα σπασίματα των χαμηλών θάμνων ακολούθησαν δύο άλογα, που ξεπήδησαν από τα δέντρα, το ένα με αναβάτη.
“Μπέλα!” αναφώνησε η Εγκουέν, ενώ την ίδια στιγμή η Νυνάβε έλεγε από την πλάτη της δασύτριχης φοράδας, “Παραλίγο δεν θα σε ξανάβρισκα. Εγκουέν! Δόξα στο Φως, είσαι ζωντανή!”
Κατέβηκε από την Μπέλα, αλλά, όταν έκανε να πλησιάσει τα παιδιά από το Πεδίο του Έμοντ, ο Λαν την έπιασε από το μπράτσο κι εκείνη αμέσως σταμάτησε, κοιτάζοντάς τον.
“Πρέπει να φύγουμε, Λαν”, είπε η Μουαραίν με ύφος ατάραχο, για άλλη μια φορά, και ο Πρόμαχος κατέβασε το χέρι του.
Η Νυνάβε έτριψε το μπράτσο της, καθώς έτρεχε να αγκαλιάσει την Εγκουέν, αλλά του Πέριν του φάνηκε πως την είχε ακούσει, επίσης, να γελά χαμηλόφωνα Ήταν κάτι που τον μπέρδεψε, επειδή δεν του φαινόταν πως είχε σχέση με τη χαρά που ένιωθε η Νυνάβε ξαναβλέποντάς τους.
“Πού είναι ο Ραντ και ο Ματ;” ρώτησε ο Πέριν.
“Αλλού”, αποκρίθηκε η Μουαραίν και η Νυνάβε μουρμούρισε κάτι με έντονο τόνο, που έκανε την Εγκουέν να βγάλει μια κοφτή κραυγή. Ο Πέριν ανοιγόκλεισε τα μάτια- είχε ακούσει μέρος μιας βλαστήμιας, που θα έλεγαν αμαξάδες. Και φρικτής βλαστήμιας μάλιστα. “Το Φως να δώσει να είναι όλοι καλά”, συνέχισε η Άες Σεντάι, σαν να μην το είχε προσέξει.
“Κανένας μας δεν θα είναι καλά, αν μας βρουν οι Λευκομανδίτες. Αλλάξτε μανδύες και ανεβείτε στα άλογα”.
Ο Πέριν καβάλησε το άλογο που είχε φέρει η Νυνάβε μαζί με την Μπέλα. Η έλλειψη σέλας δεν τον δυσκόλεψε· δεν ίππευε συχνά όταν ήταν στο σπίτι του, αλλά και τότε σπάνια χρησιμοποιούσε σέλα. Ακόμα είχε το λευκό μανδύα, που τώρα τον είχε τυλίξει και τον είχε δέσει στη ζώνη του. Ο Πρόμαχος είχε πει πως έπρεπε να αφήσουν όσο το δυνατόν λιγότερα ίχνη για τους Λευκομανδίτες. Και πάλι του φαινόταν πως είχε την οσμή του Μπάυαρ.
Όταν ξεκίνησαν, με τον Πρόμαχο επικεφαλής πάνω στο ψηλό μαύρο επιβήτορά του, ο Πέριν ένιωσε άλλη μια φορά το άγγιγμα της Σταχτιάς στο μυαλό του. Κάποια μέρα πάλι. Ήταν περισσότερο αισθήσεις παρά λέξεις, με υπόσχεση για μια προαναγγελθείσα συνάντηση, με προσμονή για όσα θα έρχονταν, με καρτερικότητα γι’ αυτά που θα έρχονταν, όλα απλωμένα κατά στρώματα. Προσπάθησε να ρωτήσει πότε και γιατί, αδέξια μέσα στη βιασύνη και τον ξαφνικό φόβο του. Το ίχνος των λύκων έγινε πιο αχνό, ξεθώριασε. Οι αγωνιώδεις ερωτήσεις του είχαν μονάχα την ίδια βαριά απάντηση. Κάποια μέρα πάλι. Έμεινε μετέωρη στο νου του, πολύ ώρα μετά απ’ όταν σταμάτησε να αντιλαμβάνεται τους λύκους.