Выбрать главу

Ο Λαν τους οδηγούσε προς το νότο, αργά αλλά σταθερά. Ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσαν να κάνουν γρήγορα σ’ αυτή την ερημιά κάτω από το πέπλο της νύχτας, με κυματιστές πλαγιές γεμάτες θάμνους, που τους έβλεπες μόνο όταν έμπαινες μέσα τους και πυκνά δέντρα, που πρόβαλλαν σκοτεινά κόντρα στον ουρανό. Δυο φορές ο Λαν τους άφησε για να ξαναγυρίσει πίσω, προς το απομεινάρι του φεγγαριού· μαζί με το άλογό του, έγιναν ένα με τη νύχτα πίσω τους. Και τις δύο φορές επέστρεψε αναφέροντας πως δεν είχε βρει ίχνη καταδίωξης.

Η Εγκουέν δεν άφηνε την Νυνάβε από κοντά της. Μιλούσαν μ’ απαλές φωνές όλο έξαψη και στ’ αυτιά του Πέριν έφταναν αποσπάσματα της συζήτησής τους. Και οι δύο φαίνονταν να έχουν αναθαρρήσει, σαν να είχαν ξαναβρεθεί στην πατρίδα. Ο Πέριν βρισκόταν στο τέλος της μικρής φάλαγγάς τους. Μερικές φορές η Σοφία έστριβε στη σέλα για να τον κοιτάξει και κάθε φορά αυτός της κουνούσε το χέρι, σαν να ήθελε να της πει πως όλα ήταν μια χαρά και έμενε στη θέση του. Είχε πολλά να σκεφτεί, αν και δεν μπορούσε να ξεδιαλύνει τίποτα. Τι τους περίμενε. Τι τους περίμενε;

Του φάνηκε πως κόντευε να χαράξει, όταν τελικά η Μουαραίν έδωσε το πρόσταγμα να σταματήσουν. Ο Λαν βρήκε ένα ξεροπόταμο, όπου θα μπορούσε να ανάψει φωτιά στη γούβα μιας όχθης.

Τελικά τους επέτρεψαν να ξεφορτωθούν τους λευκούς μανδύες, θάβοντας τους σε μια τρύπα κοντά στη φωτιά. Ο Πέριν, όπως έκανε να πετάξει το μανδύα που είχε φορέσει, πρόσεξε τον κεντημένο χρυσό ήλιο στο στήθος και τα δύο χρυσά άστρα από κάτω. Άφησε το μανδύα να πέσει, σαν να τον είχε τσιμπήσει, κι έφυγε σκουπίζοντας τα χέρια στο παλτό του, για να καθίσει μόνος του.

“Τώρα”, είπε η Εγκουέν, ενώ ο Λαν γέμιζε την τρύπα με άμμο, “θα μου πει κανείς πού είναι ο Ραντ και ο Ματ;”

“Πιστεύω πως είναι στο Κάεμλυν”, είπε η Μουαραίν, προσέχοντας τα λόγια της, “ή κατευθύνονται εκεί”. Η Νυνάβε γρύλισε δυνατά, κοροϊδευτικά, αλλά η Άες Σεντάι συνέχισε, σαν να μην την είχε διακόψει. “Αν δεν είναι και πάλι θα τους βρω. Αυτό το υπόσχομαι”.

Έφαγαν αμίλητοι ψωμί και τυρί και ήπιαν καυτό τσάι. Ακόμα και ο ενθουσιασμός της Εγκουέν υποχώρησε μπροστά στην κούραση. Η Σοφία έβγαλε από την τσάντα της μια αλοιφή για τα σημάδια που είχαν αφήσει τα σχοινιά στους καρπούς της Εγκουέν και μια άλλη, διαφορετική, για τις άλλες μελανάδες της. Όταν πλησίασε τον Πέριν, ο οποίος καθόταν εκεί που έσβηνε το φως της φωτιάς, δεν σήκωσε τα μάτια της.

Στάθηκε κοιτάζοντας τον σιωπηλά για λίγη ώρα και μετά γονάτισε με την τσάντα πλάι της και είπε κοφτά, “Βγάλε το παλτό και το πουκάμισό σου, Πέριν. Μου είπαν ότι ένας Λευκομανδίτης σε είχε βάλει στο μάτι”.

Ο Πέριν υπάκουσε αργά, μισοχαμένος ακόμα στο μήνυμα της Σταχτιάς, ώσπου άκουσε την πνιχτή κραυγή της Νυνάβε. Την κοίταξε ξαφνιασμένος και ύστερα τα μάτια του στράφηκαν στο γυμνό του στήθος. Ήταν ένα πολύχρωμο χαλί, με τις καινούργιες, μπλαβιές κηλίδες να μισοκρύβουν τις παλαιότερες, που είχαν ξεθωριάσει παίρνοντας καφετιές και κίτρινες αποχρώσεις. Μόνο η πυκνή μάζα των μυών, που είχε κερδίσει δουλεύοντας στο σιδεράδικο του αφέντη Λούχαν, τον είχε γλιτώσει από σπασμένα πλευρά. Με το νου του γεμάτο λύκους, είχε καταφέρει να ξεχάσει ότι πονούσε, αλλά τώρα του το είχαν θυμίσει και ο πόνος άρπαξε την ευκαιρία να επιστρέψει. Ο Πέριν πήρε άθελά του μια βαθιά ανάσα και έσφιξε τα χείλη για να μη βογκήξει.

“Πώς μπορεί να σε αντιπαθούσε τόσο;” απόρησε η Νυνάβε.

Σκότωσα δύο ανθρώπους. “Δεν ξέρω”, της είπε.

Η Νυνάβε έψαξε στην τσάντα της και ο Πέριν μόρφασε, όταν άρχισε να απλώνει μια λιγδερή αλοιφή στις μελανιές του. “Τριμμένος κισσός, πενταδάχτυλο και ρίζα ηλιόφαντου”, του είπε.

Ένιωσε κρύο και ζέστη την ίδια στιγμή και ανατρίχιασε, ενώ ο ιδρώτας κυλούσε, αλλά δεν παραπονέθηκε. Είχε ξαναδοκιμάσει τις αλοιφές και τα καταπλάσματα της Νυνάβε. Όπως τα δάχτυλα της έτριβαν απαλά το μίγμσα, η ζέστη και το κρύο χάθηκαν, παίρνοντας μαζί τους τον πόνο. Οτι μπλαβιές ουλές ξεθώριασαν και πήραν ένα καφέ χρώμα και οι καιφέ και οι κίτρινες μισόσβησαν και μερικές χάθηκαν τελείως. Δοκιμαστικά πήρε μια βαθιά ανάσα· δεν απέμενε, σχεδόν, ούτε σουβλιά.

“Ξαφνιάστηκες”, είπε η Νυνάβε. Και η ίδια φαινόταν κάπως ξαφνιασμένη και, κάτι παράξενο, φοβισμένη. “Άλλη φορά να πας σ’ αυτήν”.

“Δεν ξαφνιάστηκα”, πήγε να τη μαλακώσει, “απλώς φοβήθηκα”. Μερικές φορές οι αλοιφές της Νυνάβε δούλευαν γρήγορα και μερικές αργά, αλλά πάντα δούλευαν. “Τι... τι γίνεται με τον Ραντ και τον Ματ;”