Η Νυνάβε άρχισε να βάζει τα φιαλίδια και τα βαζάκια στην τσάντα· τα έχωνε μέσα με βία, σαν κάτι να κρατούσε αντίσταση. “Ο Ραντ κι ο Ματ είναι εντάξει, λέει. Θα τους βρούμε, λέει. Λέει, αυτή, πως είναι στο Κάεμλυν. Είναι, τόσο σημαντικό, που δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, λέει, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Πολλά και διάφορα λέει”.
Ο Πέριν χαμογέλασε άθελά του. Ό,τι κι αν είχε αλλάξει, η Σοφία έμενε ίδια κι απαράλλαχτη και δεν είχαν γίνει στενές φίλες με την Άες Σεντάι.
Η Νυνάβε κοίταξε το πρόσωπό του και ξαφνικά πάγωσε. Άφησε την τσάντα της να πέσει και ζούληξε τα μάγουλα και το μέτωπό του. Ο Πέριν έκανε να τραβηχτεί, αλλά εκείνη έπιασε το κεφάλι του και με τα δύο χέρια, ανασήκωσε τα βλέφαρά του και κοίταξε τα μάτια του μουρμουρίζοντας. Αν και ήταν μια σταλιά άνθρωπος, κρατούσε το κεφάλι του με άνεση· δεν ήταν εύκολο να ξεφύγεις από τη Νυνάβε, όταν δεν ήθελε να σε αφήσει.
“Δεν το καταλαβαίνω”, είπε τελικά, τον άφησε και γονάτισε. “Αν ήταν κιτρινομάτικος πυρετός, δεν θα στεκόσουν στα πόδια σου. Αλλά δεν έχεις πυρετό και το ασπράδι των ματιών σου δεν κιτρίνισε, μονάχα οι ίριδες”.
“Κίτρινες;” είπε η Μουαραίν και ο Πέριν και η Νυνάβε τινάχτηκαν. Η Άες Σεντάι είχε πλησιάσει τελείως αθόρυβα. Ο Πέριν είδε ότι η Εγκουέν κοιμόταν πλάι στη φωτιά, κουκουλωμένη με τους μανδύες της. Και τα δικά του μάτια πήγαιναν να κλείσουν από μόνα τους.
“Δεν είναι τίποτα”, είπε, αλλά η Μουαραίν τον έπιασε από το πηγούνι και του γύρισε το πρόσωπο για να τον κοιτάξει στα μάτια, όπως είχε κάνει η Νυνάβε. Εκείνος αποτραβήχτηκε εκνευρισμένος. Οι δύο γυναίκες του φέρονταν σαν να ήταν παιδί. “Δεν είναι τίποτα, είπα”.
“Δεν είχε προλεχθεί αυτό”. Η Μουαραίν μίλησε σαν να μονολογούσε. Τα μάτια της έμοιαζαν να κοιτάζουν κάτι πέρα από τον Πέριν. “Κάτι που προορίζεται να υφανθεί, ή μια αλλαγή στο Σχήμα; Αν είναι αλλαγή, από ποιο χέρι; Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει. Αυτό πρέπει να γίνει”.
“Ξέρεις τι είναι;” ρώτησε απρόθυμα η Νυνάβε και ύστερα κοντοστάθηκε. “Μπορείς να κάνεις τίποτα; Αυτή τη Θεραπεία που λες;” Έμοιαζε να της βγάζουν με το ζόρι αυτή την παράκληση για βοήθεια, την παραδοχή πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Ο Πέριν κοίταξε τις δύο γυναίκες. “Αν θέλετε να μιλήσετε για μένα, μιλήστε σε μένα. Εδώ μπροστά σας κάθομαι”. Δεν του έριξαν ούτε ματιά.
“Θεραπεία;” Η Μουαραίν χαμογέλασε. “Η Θεραπεία δεν μπορεί να κάνει τίποτα εδώ. Δεν είναι ασθένεια και δεν θα...” Δίστασε να συνεχίσει. Έριξε τότε μια ματιά στον Πέριν, μια κλεφτή ματιά, που έλεγε πως μετάνιωνε για πολλά. Το βλέμμα, όμως, δεν ήταν γι’ αυτόν και η Μουαραίν στράφηκε πάλι στη Νυνάβε και μουρμούρισε ξινά, “Πήγα να πω ότι δεν θα τον βλάψει. Μα ποιος ξέρει, άραγε, πώς θα είναι το τέλος; Τουλάχιστον μπορώ να του πω ότι δεν θα τον βλάψει άμεσα”.
Η Νυνάβε σηκώθηκε, ξεσκόνισε τα γόνατά της και στάθηκε αντικριστά με την Άες Σεντάι. “Αυτό δεν φτάνει. Αν έχει κάποιο πρόβλημα—”
“Αυτό που είναι, είναι. Αυτό που υφάνθηκε δεν αλλάζει πια”. Η Μουαραίν γύρισε απότομα την πλάτη. “Πρέπει να κοιμηθούμε όσο μπορούμε και να φύγουμε μόλις χαράζει. Αν το χέρι του Σκοτεινού δυναμώσει πολύ... Πρέπει να φτάσουμε γρήγορα στο Κάεμλυν”.
Η Νυνάβε άρπαξε θυμωμένη την τσάντα της κι έφυγε, πριν προλάβει ο Πέριν να πει λέξη. Έκανε να βλαστημήσει, αλλά μια σκέψη τον χτύπησε σαν γροθιά και στάθηκε βουβός, με το στόμα ανοιχτό. Η Μουαραίν ήξερε. Η Άες Σεντάι ήξερε για τους λύκους. Και σκεφτόταν πως, ίσως, ήταν έργο του Σκοτεινού. Ο Πέριν ένιωσε ρίγος. Ξανάβαλε βιαστικά το πουκάμισο, το έχωσε αδέξια στο παντελόνι του και ξαναφόρεσε το παλτό και το μανδύα. Τα ρούχα κάθε άλλο παρά βοήθησαν· ένιωθε να τον περονιάζει το κρύο ως τα κόκαλα, το μεδούλι του ήταν σαν παγωμένη σούπα Ο Λαν κάθισε σταυρσπόδι στο χώμα, ρίχνοντας πίσω το μανδύα του. Ο Πέριν χάρηκε γι’ αυτό. Ήταν δυσάρεστη η αίσθηση, όταν το βλέμμα του παραμέριζε αντί να σταθεί στον Πρόμαχο.
Γι’ αρκετή ώρα έμειναν κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Οι τραχιές γραμμές του προσώπου του Λαν δεν αποκάλυπταν τίποτα, αλλά στα μάτια του ο Πέριν νόμισε πως έβλεπε... κάτι. Συμπόνια; Περιέργεια; Και τα δύο;
“Ξέρεις;” είπε, και ο Λαν ένευσε.
“Ξέρω λίγα, όχι τα πάντα. Απλώς σου ήρθε, ή συνάντησες κάποιον οδηγό, έναν ενδιάμεσο;”
“Συναντήσαμε κάποιον”, είπε αργά ο Πέριν. Ξέρει, αλλά μήπως πιστεύει ό,τι και η Μουαραίν; “Είπε ότι τον έλεγαν Ιλάυας. Ιλάυας Ματσίρα”. Ο Λαν ανάσανε βαθιά και ο Πέριν του τον κοίταξε κοφτά. “Τον ξέρεις;” “Τον ήξερα. Μου έμαθε πολλά, για τη Μάστιγα και γι’ αυτό”. Ο Λαν άγγιξε τη θήκη του σπαθιού του. “Ήταν Πρόμαχος, πριν... πριν από αυτό που συνέβη. Το Κόκκινο Άτζα...” Κοίταξε τη Μουαραίν, που ξάπλωνε μπροστά στη φωτιά.