Выбрать главу

Απ’ όσο θυμόταν ο Πέριν, ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τον Πρόμαχο σε αβεβαιότητα. Στη Σαντάρ Λογκόθ και όταν αντιμετώπιζε Ξέθωρους και Τρόλοκ, ο Λαν ακτινοβολούσε αυτοπεποίθηση και δύναμη. Τώρα δεν φοβόταν ―ο Πέριν ήταν σίγουρος γι’ αυτό— μα ένιωθε επιφυλακτικός, σαν να μην ήθελε να πει πολλά. Σαν να υπήρχε κίνδυνος σ’ αυτά που θα έλεγε.

“Έχω ακούσει για το Κόκκινο Άτζα”, είπε στον Λαν.

“Και σίγουρα τα πιο πολλά είναι λάθος. Πρέπει να καταλάβεις πως υπάρχουν... φατρίες μέσα στην Ταρ Βάλον. Μερικές θέλουν να πολεμήσουν τον Σκοτεινό με έναν τρόπο, μερικές με άλλον. Ο στόχος είναι ίδιος, αλλά οι διαφορές... οι διαφορές σημαίνουν πως μπορεί να αλλάξουν ζωές, ή να χαθούν. Ζωές ανθρώπων, ή εθνών. Είναι καλά ο Ιλάυας;”

“Έτσι νομίζω. Οι Λευκομανδίτες είπαν ότι τον σκότωσαν, αλλά η Σταχτιά―” Ο Πέριν κοίταξε αμήχανα τον Πρόμαχο. “Δεν ξέρω”. Ο Λαν φάνηκε να το δέχεται απρόθυμα και αυτό του έδωσε θάρρος να συνεχίσει. “Αυτή η επικοινωνία με τους λύκους. Η Μουαραίν δείχνει να πιστεύει ότι είναι κάτι που... κάτι που έκανε ο Σκοτεινός. Δεν είναι έτσι, ε;” Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο Ιλάυας ήταν Σκοτεινόφιλος.

Ο Λαν όμως κοντοστάθηκε και στάλες ιδρώτα φάνηκαν στο πρόσωπο του Πέριν, κρύοι κόμποι, που τους πάγωνε η νύχτα. Όταν πια ο Πρόμαχος μίλησε, ο ιδρώτας κυλούσε στα μάγουλά του.

“Όχι καθ’ εαυτό, όχι. Μερικοί έτσι πιστεύουν, αλλά κάνουν λάθος· ήταν αρχαίο και είχε χαθεί πολύ πριν βρεθεί ο Σκοτεινός. Αλλά τι σου λέει αυτή η τύχη, σιδερά; Μερικές φορές το Σχέδιο έχει μια τυχαιότητα ―τουλάχιστον για τα δικά μας μάτια— αλλά πόσο πιθανό ήταν να συναντήσεις κάποιον που να μπορεί να σε καθοδηγήσει σ’ αυτό το πράγμα κι εσύ να μπορείς να ακολουθήσεις την καθοδήγησή του; Το Σχήμα φτιάχνει έναν Μεγάλο Ιστό, αυτό που κάποιοι λένε Δαντέλα των Εποχών, κι εσείς οι τρεις είστε κρίσιμοι σ’ αυτό. Δεν νομίζω πως έχει απομείνει καθόλου τύχη στη ζωή σας. Έχεις επιλεχθεί, λοιπόν; Κι αν ναι, τότε από το Φως, ή από τη Σκιά;”

“Ο Σκοτεινός δεν μπορεί να μας αγγίξει, παρά μόνο αν τον ονομάσουμε”. Ο Πέριν αμέσως σκέφτηκε τα όνειρα με τον Μπα’άλζαμον, τα όνειρα που ήταν κάτι παραπάνω από όνειρα. Σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του. “Δεν μπορεί”.

“Πεισματάρης σαν βράχος”, είπε συλλογισμένα ο Πρόμαχος. “Μπορεί να είσαι αρκετά πεισματάρης για να σώσεις τη ζωή σου στο τέλος. Μην ξεχνάς σε τι καιρούς ζούμε, σιδερά. Μην ξεχνάς τι σου είπε η Μουαραίν. Σ’ αυτούς τους καιρούς πολλά σπάνε και χάνονται. Παλιοί φραγμοί εξασθενούν, παλιά τείχη γκρεμίζονται. Οι φραγμοί ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και σ’ αυτό που ήταν, ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και σ’ αυτό που θα είναι”. Η φωνή του πήρε πένθιμη χροιά. “Οι τοίχοι της φυλακής του Σκοτεινού. Ίσως αυτό να είναι το τέλος μιας Εποχής. Ίσως, πριν πεθάνουμε, δούμε μια νέα Εποχή να γεννιέται. Ή ίσως να είναι το τέλος των Εποχών, το τέλος του ίδιου του χρόνου. Το τέλος του κόσμου”. Ξαφνικά χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελό του ήταν σκοτεινό σαν κατσούφιασμα. “Μα δεν είναι δική μας έγνοια αυτό, ε, σιδερά; Θα πολεμήσουμε τη Σκιά όσο υπάρχει ανάσα μέσα μας, κι αν μας βάλει κάτω, θα πέσουμε, παλεύοντας με νύχια και με δόντια. Εσείς από το Πεδίο του Έμοντ είστε τόσο πεισματάρηδες που δεν παραδίνεστε. Μην φοβάσαι μήπως ο Σκοτεινός άγγιξε τη ζωή σου. Τώρα είσαι πάλι ανάμεσα σε φίλους. Μην ξεχνάς ότι ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει και αυτό ούτε κι ο Σκοτεινός δεν μπορεί να το αλλάξει, αφού έχετε και τη Μουαραίν να σας προσέχει. Αλλά θα πρέπει να βρούμε σύντομα τους φίλους σου”.

“Τι θες να πεις;”

“Δεν έχουν Άες Σεντάι με την Αληθινή Πηγή για να τους προστατεύει. Σιδερά, ίσως οι τοίχοι να εξασθένισαν αρκετά για να αγγίζει τα γεγονότα ο ίδιος ο Σκοτεινός. Όχι με ελεύθερο το χέρι, αλλιώς τώρα θα είχαμε χαθεί, αλλά ίσως να επηρεάζει λιγάκι τα νήματα. Μια τυχαία στροφή σε μια γωνία, αντί σε άλλη, μια τυχαία συνάντηση, μια τυχαία λέξη, ή κάτι που μοιάζει με τύχη και μπορεί να βρεθούν τόσο βαθιά στη Σκιά, που ακόμα και η Μουαραίν να μην μπορεί να τους φέρει πίσω”.

“Πρέπει να τους βρούμε”, είπε ο Πέριν και ο Πρόμαχος άφησε ένα γέλιο σαν βρυχηθμό.

“Τι λέω τόση ώρα; Πέσε να κοιμηθείς λίγο, σιδερά”. Ο μανδύας του Λαν τον κουκούλωσε πάλι, καθώς σηκωνόταν. Στο αμυδρό φως από τη φωτιά και το φεγγάρι έμοιαζε σχεδόν ένα με τις σκιές πιο πίσω. “Θα είναι δύσκολες οι μέρες ως το Κάεμλυν. “Προσευχήσου να τους βρούμε εκεί”.

“Αλλά η Μουαραίν... δεν μπορεί να τους βρει παντού; Λέει ότι μπορεί”.

“Μπορεί όμως να τους βρει εγκαίρως; Αν ο Σκοτεινός είναι τόσο δυνατός, που να βάζει ο ίδιος το χέρι του, τότε το τέλος είναι κοντά. Προσευχήσου να τους βρούμε στο Κάεμλυν, σιδερά, αλλιώς μπορεί να χαθούν τα πάντα”.