39
Υφαίνοντας τον Ιστό
Ο Ραντ κοίταξε τα πλήθη από το ψηλό παράθυρο του δωματίου του στην Ευλογία της Βασίλισσας, Έτρεχαν φωνάζοντας στους δρόμους, όλοι χιμούσαν προς την ίδια κατεύθυνση, ανεμίζοντας φιλάνδρες και λάβαρα, με το λευκό λιοντάρι να στέκεται φρουρός σε χίλια κόκκινα Πεδία. Καεμλυνοί και ξένοι έτρεχαν μαζί και, για αλλαγή, κανείς δεν φαινόταν να θέλει να σπάσει το κεφάλι του άλλου. Σήμερα, ίσως, υπήρχε μονάχα μια φατρία.
Γύρισε από το παράθυρο χαμογελώντας πλατιά. Αυτή τη μέρα περίμενε πάνω απ’ όλες, με εξαίρεση τη μέρα που θα έμπαιναν στο δωμάτιο η Εγκουέν και ο Πέριν, ολοζώντανοι, γελώντας γι’ αυτά που θα είχαν δει.
“Έρχεσαι;” ξαναρώτησε.
Ο Ματ τον αγριοκοίταξε από κει που ξάπλωνε, κουλουριασμένος σαν μπάλα στο κρεβάτι. “Πάρε τον Τρόλοκ που γίνατε φιλαράκια”.
“Μα το αίμα και τις στάχτες, Ματ, δεν είναι Τρόλοκ. Πάλι πείσμωσες σαν βλάκας. Πόσες φορές θέλεις να τσακωθούμε; Φως μου, όχι ότι τώρα ακούς πρώτη φορά για τους Ογκιρανούς”.
“Δεν είχα ακούσει ότι μοιάζουν με Τρόλοκ”. Ο Ματ έχωσε το πρόσωπό του στο μαξιλάρι και ζάρωσε ακόμα πιο πολύ.
“Ο πεισματάρης, ο βλάκας”, μουρμούρισε ο Ραντ. “Πόσον καιρό ακόμα θα κρύβεσαι εδώ πάνω; Δεν θα σου ανεβάζω πάντα τόσες σκάλες το φαΐ σου. Θέλεις και μπάνιο”. Ο Ματ σήκωσε τους ώμους έτσι όπως ήταν στο κρεβάτι, σαν να προσπαθούσε να χωθεί πιο βαθιά. Ο Ραντ αναστέναξε και ύστερα πήγε στην πόρτα. “Τελευταία ευκαιρία να πάμε μαζί, Ματ. Φεύγω τώρα”. Έκλεισε την πόρτα αργά, ελπίζοντας ότι ο Ματ θα άλλαζε γνώμη, αλλά ο φίλος του ούτε που σάλεψε. Η πόρτα έκλεισε μ’ ένα χαμηλό, ξερό κρότο.
Βγήκε στο διάδρομο κι έγειρε στο κούφωμα της πόρτας. Ο αφέντης Γκιλ είχε πει πως δυο δρόμους παραπέρα υπήρχε μια γριά, η Μητέρα Γκραμπ, που πουλούσε βότανα και καταπλάσματα κι επίσης έκανε τη μαμή, φρόντιζε τους αρρώστους και έλεγε τη μοίρα. Έμοιαζε λιγάκι με Σοφία. Ο Ματ χρειαζόταν τη Νυνάβε, ή ίσως τη Μουαραίν, αλλά αυτό που υπήρχε ήταν η Μητέρα Γκραμπ. Όμως ο ερχομός της στην Ευλογία της Βασίλισσας ίσως να τραβούσε την προσοχή λάθος ανθρώπων, ακόμα κι αν ερχόταν. Λάθος, τόσο γι’ αυτήν, όσο και για τον Ραντ και τον Ματ.
Αυτό τον καιρό οι βοτανολόγοι και οι κομπογιαννίτες στο Κάεμλυν φρόντιζαν να μην πολυφαίνονται· ο κόσμος αποδοκίμαζε όσους ασχολούνταν με οποιαδήποτε μορφή θεραπείας, ή πρόβλεψης του μέλλοντος. Κάθε νύχτα ζωγράφιζαν ανεμπόδιστα σε πόρτες το Δόντι του Δράκοντα, μερικές φορές ακόμα και μέρα-μεσημέρι. Και οι άνθρωποι ξεχνούσαν ποιος είχε γιατρέψει τον πυρετό τους και ποιος είχε απαλύνει τον πονόδοντό τους, όταν υψωνόταν η κραυγή “Σκοτεινόφιλος”. Έτσι ήταν τα πνεύματα στην πόλη.
Όχι ότι ο Ματ ήταν στ’ αλήθεια άρρωστος. Έτρωγε ό,τι του ανέβαζε ο Ραντ από την κουζίνα —όμως δεν έπαιρνε τίποτα από το χέρι άλλου — και ποτέ δεν παραπονιόταν για πόνους ή πυρετό. Απλώς αρνιόταν να βγει από το δωμάτιο. Αλλά ο Ραντ ήταν σίγουρος πως σήμερα θα κατάφερνε να τον βγάλει.
Έστρωσε το μανδύα στους ώμους του και γύρισε τη ζώνη του, έτσι ώστε να σκεπάζεται καλύτερα το σπαθί από το κόκκινο ύφασμα που το τύλιγε.
Στην αρχή της σκάλας αντάμωσε τον αφέντη Γκιλ, που μόλις είχε αρχίσει να ανεβαίνει. “Είναι κάποιος στην πόλη, που ρωτά για σας”, είπε ο πανδοχέας με την πίπα στο στόμα. Ο Ραντ ένιωσε ένα ρίγος ελπίδας. “Ρωτά για σένα και για τους φίλους σου, με τα ονόματά σας. Για σας του νεαρούς, δηλαδή. Φαίνεται ότι πιο πολύ θέλει εσάς, τα τρία παλικαράκια”.
Η ανησυχία πήρε τη θέση της ελπίδας, “Ποιος;” ρώτησε ο Ραντ, Άθελά του, τα μάτια του έψαξαν το διάδρομο, από τη μια άκρη ως την άλλη. Με εξαίρεση τους δυο τους ήταν άδειος, από την έξοδο που έβγαζε στο σοκάκι ως την πόρτα της κοινής αίθουσας.
“Δεν ξέρω το όνομά του. Απλώς άκουσα γι’ αυτόν. Ό,τι γίνεται στο Κάεμλυν, συνήθως, θα φτάσει κάποια στιγμή στ’ αυτιά μου. Ζητιάνος”. Ο πανδοχέας γρύλισε. “Μισότρελος, έτσι άκουσα. Έστω κι έτσι, θα μπορούσε να πάρει το Δώρο της Βασίλισσας, ακόμα και τώρα που έχουμε δύσκολους καιρούς. Τις Μεγάλες Μέρες η Βασίλισσα το προσφέρει με τα χέρια της και ποτέ δεν σε διώχνουν, για οποιονδήποτε λόγο. Στο Κάεμλυν κανένας δεν έχει ανάγκη να ζητιανεύει. Ακόμα κι αν είσαι καταζητούμενος δεν σε συλλαμβάνουν, όταν παίρνεις το Δώρο της Βασίλισσας”.
“Σκοτεινόφιλος;” είπε απρόθυμα ο Ραντ. Αν οι Σκοτεινόφιλοι ξέρουν τα ονόματά μας...
“Βλέπεις Σκοτεινόφιλους και στον ύπνο σου, νεαρέ μου. Υπάρχουν, πώς δεν υπάρχουν, αλλά, επειδή οι Λευκομανδίτες ξεσηκώνουν τον κόσμο, αυτό δεν είναι λόγος για να νομίζεις ότι γέμισε η πόλη τέτοιους. Ξέρεις τι φήμες διαδίδουν τώρα αυτά τα κωθώντα; “Παράξενες μορφές”. Αν είναι δυνατόν. Παράξενες μορφές που τη νύχτα σέρνονται έξω από την πόλη”. Ο πανδοχέας χαχάνισε και η κοιλιά του σείστηκε.