Το πλήθος ήταν τόσο πυκνό, που το στριμωξίδι ήταν αναπόφευκτο. Ακόμα και οι Λευκομανδίτες δεν απολάμβαναν τον κενό χώρο γύρω τους μέσα σ’ αυτό το μελίσσι. Ο Ραντ, καθώς άφηνε το πλήθος να τον παρασύρει στην Έσω Πόλη, κατάλαβε πως δεν συγκρατούσαν όλοι τις αντιπάθειες τους. Τρία Τέκνα του Φωτός πήγαιναν μαζί και κάποιος σκούντησε το ένα τόσο δυνατά, που αυτό παραπάτησε. Ο Λευκομανδίτης μόλις που κρατήθηκε όρθιος και έκανε να βλαστημήσει θυμωμένα τον άνθρωπο που είχε πέσει πάνω του, όταν άλλος ένας, περνώντας, τον χτύπησε εσκεμμένα με τον ώμο, κάνοντάς τον να παραπατήσει. Πριν χειροτερέψουν τα πράγματα, οι σύντροφοι του Λευκομανδίτη τον τράβηξαν στο πλάι του δρόμου και βρήκαν καταφύγιο σε μια εξώπορτα. Τα πρόσωπά τους έδειχναν λίγο από το συνηθισμένο θυμό τους, αλλά και μια έκφραση σαν να μην πίστευαν αυτό που είχε γίνει. Το πλήθος κυλούσε σαν να μην το είχε προσέξει κανείς και μπορεί αυτό να ήταν αλήθεια.
Δυο μέρες πριν, κανείς δεν θα τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά, όπως παρατήρησε ο Ραντ, οι άνδρες που είχαν πέσει στον Λευκομανδίτη φορούσαν λευκές κονκάρδες στα καπέλα τους. Ήταν διαδεδομένη η πεποίθηση πως οι Λευκομανδίτες υποστήριζαν όσους αντιστρατεύονταν τη Βασίλισσα και την Άες Σεντάι σύμβουλό της, αλλά αυτό δεν σήμαινε τίποτα. Οι άνθρωποι έκαναν πράγματα που δεν είχαν περάσει άλλη φορά από το νου τους. Σήμερα σκουντούσαν έναν Λευκομανδίτη. Αύριο μήπως θα ανέτρεπαν μια Βασίλισσα; Ευχήθηκε να είχε μερικούς ακόμα δίπλα του που να φορούν το λευκό· έτσι στριμωγμένος ανάμεσα σε λευκές κονκάρδες και περιβραχιόνια, ξαφνικά ένιωσε πολύ μόνος του.
Οι Λευκομανδίτες πρόσεξαν που τους κοίταζε και του αντιγύρισαν τη ματιά, σαν να απαντούσαν σε πρόκληση. Ο Ραντ άφησε ένα ρεύμα του πλήθους που τραγουδούσε να τον πάρει μακριά από το βλέμμα τους και έπιασε κι αυτός το τραγούδι.
Ήταν πολύ γνωστή η διαδρομή που θα ακολουθούσαν για να φέρουν τον ψεύτικο Δράκοντα στο Κάεμλυν. Τους δρόμους απ’ όπου θα περνούσαν τους κρατούσαν άδειους οι πυκνές γραμμές των Φρουρών της Βασίλισσας και οι σαρισσοφόροι με τους κόκκινους μανδύες, αλλά οι άνθρωποι ήταν συνωστισμένοι από πίσω, κολλητά ο ένας στον άλλο, γέμιζαν ακόμα και τα μπαλκόνια και τις στέγες. Ο Ραντ κατευθύνθηκε προς την Έσω Πόλη, προσπαθώντας να βρεθεί πιο κοντά στο Παλάτι. Στο νου του στριφογυρνούσε η σκέψη ότι θα έβλεπε τον Λογκαίν να παρουσιάζεται μπροστά στη Βασίλισσα. Αν έβλεπε και τον ψεύτικο Δράκοντα και μια Βασίλισσα, μαζί... αυτό ήταν κάτι που ποτέ δεν το είχε ονειρευτεί στην πατρίδα του.
Η Έσω Πόλη ήταν χτισμένη πάνω σε λόφους και πολλά έργα των Ογκιρανών παρέμεναν. Εκεί που οι δρόμοι της Νέας Πόλης τραβούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις, σχηματίζοντας ένα παλαβό μωσαϊκό, εδώ ακολουθούσαν τις καμπύλες των λόφων, σαν να ήταν φυσικό τμήμα της γης. Το έδαφος με τις απότομες πλαγιές και τα βυθίσματά του παρουσίαζε σε κάθε στροφή μια διαφορετική θέα, που κατέπλησσε. Υπήρχαν πάρκα, που φαίνονταν από διαφορετικές γωνίες, ακόμα και από ψηλά, που τα δρομάκια και τα μνημεία τους έφτιαχναν σχήματα ευχάριστα στο βλέμμα, παρά το ελάχιστο πράσινο τους. Πύργοι εμφανίζονταν ξαφνικά και οι πλακόστρωτοι τοίχοι τους λαμπύριζαν στο φως του ήλιου, αλλάζοντας εκατό χρώματα. Υπήρχαν ξαφνικές ανηφοριές, που έκαναν το βλέμμα να ταξιδέψει πάνω απ’ όλη την πόλη, ως τα απαλά κύματα των πεδιάδων και τα δάση παραπέρα. Θα ήταν σπουδαίο θέαμα, αν δεν υπήρχε το πλήθος που τον έσπρωχνε, πριν προλάβει να τα δει πραγματικά. Και οι φιδίσιοι δρόμοι εμπόδιζαν το βλέμμα να δει μακριά.
Πήρε μια στροφή, καθώς τον παρέσυραν οι άλλοι και μπροστά φάνηκε το Παλάτι. Οι δρόμοι, που ακόμα ακολουθούσαν τη φυσική διαμόρφωση της γης, κυλούσαν ελικοειδώς σ’ αυτό το μέρος — σαν από ιστορία Βάρδου, με ανοιχτόχρωμα καμπαναριά και χρυσαφένιους θόλους και πέτρινα λεπτοδουλεμένα διακοσμητικά, με τη σημαία του Άντορ να πετά από κάθε προεξοχή, το στολίδι για το οποίο είχαν σχεδιαστεί οι πανοραμικές απόψεις της διαδρομής. Περισσότερο έμοιαζε να έχει σμιλευτεί από καλλιτέχνη, παρά να έχει χτιστεί σαν συνηθισμένο κτίριο.
Αυτή η ματιά του έδειξε πως δεν θα πλησίαζε παραπέρα. Δεν επέτρεπαν σε κανέναν να φτάσει κοντά στο Παλάτι. Οι Φρουροί της Βασίλισσας πλαισίωναν τις πύλες του Παλατιού, σχηματίζοντας πορφυρούς στίχους δέκα ανδρών. Πάνω στους λευκούς τοίχους, σε ψηλές βεράντες και σε πύργους κι άλλοι Φρουροί στέκονταν προσοχή, κρατώντας τόξα γερμένα σε συγκεκριμένη γωνία πάνω στους θώρακές τους. Κι αυτοί, επίσης, έμοιαζαν να έχουν βγει από παραμύθι Βάρδου, σαν τιμητική φρουρά, αλλά ο Ραντ δεν πίστευε πως ήταν εκεί γι’ αυτό το λόγο. Το πλήθος, που βοούσε στους δρόμους, ήταν γεμάτο απ’ άκρη σ’ άκρη με λευκοντυμένα σπαθιά, λευκά περιβραχιόνια και λευκές κονκάρδες. Σ’ ελάχιστα σημεία κόκκινοι κόμποι ξεπηδούσαν από το λευκό τείχος. Οι Φρουροί με τις κόκκινες στολές έμοιαζαν εύθραυστο φράγμα μπροστά σε τόσο λευκό.