Ο Ραντ παράτησε την ιδέα να πλησιάσει το Παλάτι και έψαξε μέρος απ’ όπου θα μπορούσε να βλέπει καλύτερα με το ύψος του. Δεν χρειαζόταν να είναι στην πρώτη σειρά για να δει τα πάντα Το πλήθος σάλευε συνεχώς, άνθρωποι έσπρωχναν για να βρεθούν μπροστά, άνθρωποι έτρεχαν αλλού, νομίζοντας ότι θα έβρισκαν πιο πλεονεκτικό σημείο. Πάνω στην αναταραχή βρέθηκε να έχει μόνο άλλους τρεις ανάμεσα σ’ αυτόν και στο δρόμο κι αυτοί μπροστά του ήταν πιο κοντοί, ακόμα και οι σαρισσοφόροι. Σχεδόν όλοι ήταν πιο κοντοί από τον Ραντ. Κόσμος τον ζουλούσε πάνω του απ’ όλες τις πλευρές, άνθρωποι ίδρωναν από το στριμωξίδι τόσων σωμάτων. Ο Ραντ στάθηκε αμετακίνητος, σχηματίζοντας ένα αδιαπέραστο τείχος με τους διπλανούς του. Αυτό του αρκούσε. Όταν περνούσε ο ψεύτικος Δράκοντας, θα ήταν τόσο κοντά, που θα έβλεπε καθαρά το πρόσωπό του.
Στην άλλη μεριά του δρόμου, προς τις πύλες της Νέας Πόλης, ένα κύμα διέτρεξε την ανθρωποθάλασσα· στην άκρη, ένα ρεύμα ανθρώπων έκανε πίσω για να αφήσει κάτι να περάσει. Δεν ήταν σαν τον κενό χώρο, που ακολουθούσε τους Λευκομανδίτες όλες τις άλλες μέρες εκτός της σημερινής. Αυτοί οι άνθρωποι τινάζονταν με ξαφνιασμένα βλέμματα, που μετατρέπονταν σε γκριμάτσες απέχθειας. Έκαναν στην άκρη, γύριζαν το πρόσωπο αλλού, μα παρακολουθούσαν με την άκρη του ματιού, ώσπου να περάσει αυτό, ό,τι κι αν ήταν.
Κι άλλα μάτια γύρω του πρόσεξαν το σούσουρο. Οι άνθρωποι, που τους είχε διεγείρει ο ερχομός του Δράκοντα, αλλά δεν είχαν τώρα τι άλλο να κάνουν παρά να περιμένουν, έβρισκαν τα πάντα άξια προσοχής. Ο Ραντ άκουσε τον κόσμο να λέει το μακρύ του και το κοντό του, άλλος ότι ήταν Άες Σεντάι, άλλος για τον Λογκαίν και μερικές πιο πρόστυχες υποθέσεις, που έκαναν τους άνδρες να γελάσουν τραχιά και τις γυναίκες να ξεφυσήξουν αποδοκιμαστικά.
Το κύμα περιπλανήθηκε στο πλήθος, πλησιάζοντας, καθώς ερχόταν, το πλάι του δρόμου. Κανένας δεν φαινόταν να διστάζει, πριν υποχωρήσει και το αφήσει να πάει όπου ήθελε, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έχανε την καλή του θέα, όταν το πλήθος θα ξανάσμιγε. Τέλος, απέναντι από τον Ραντ, ο κόσμος ξεχείλισε στο δρόμο, σπρώχνοντας τους κοκκινοντυμένους σαρισσοφόρους, που πάσχιζαν να τον γυρίσουν πίσω, και άνοιξε. Η καμπουριασμένη μορφή που βγήκε, σέρνοντας διστακτικά τα πόδια, έμοιαζε περισσότερο με σωρό βρώμικων κουρελιών, παρά με άνθρωπο. Ο Ραντ άκουσε γύρω του αηδιασμένα μουρμουρητά.
Ο κουρελής κοντοστάθηκε στην άλλη πλευρά του δρόμου. Η κουκούλα του, σχισμένη και γεμάτη χώματα, κουνιόταν πέρα-δώθε, σαν να έψαχνε κάτι, ή να αφουγκραζόταν για κάτι. Ξαφνικά, άφησε μια άναρθρη κραυγή και άπλωσε ένα κοκαλιάρικο, ξεραμένο χέρι, δείχνοντας τον Ραντ. Αμέσως πέρασε το δρόμο και άρχισε να προχωρά προς το μέρος του, σαν έντομο.
Ο ζητιάνος. Όποια κι αν ήταν η κακή μοίρα που τον είχε οδηγήσει να τον βρει, ο Ραντ ήταν σίγουρος πως δεν ήθελε να βρεθεί μαζί του πρόσωπο με πρόσωπο, είτε ο άλλος ήταν Σκοτεινόφιλος, είτε όχι. Ένιωθε το βλέμμα του ζητιάνου σαν βρώμικο νερό στο πετσί του. Και, πολύ περισσότερο, δεν ήθελε αυτόν τον άνθρωπο κοντά του, έτσι περικυκλωμένος που ήταν από ανθρώπους στο χείλος της βίας. Οι ίδιες φωνές, που πριν γελούσαν, τώρα τον έβρισαν, καθώς έσπρωξε κόσμο για να απομακρυνθεί από το δρόμο.
Έκανε γρήγορα, ξέροντας ότι η πυκνή μάζα, την οποία διέσχιζε σκουντώντας και γλιστρώντας, θα άνοιγε μπροστά στον κουρελή. Έτσι όπως πάσχιζε να ανοίξει δρόμο στο πλήθος, παραπάτησε και παραλίγο θα έπεφτε, όταν ξαφνικά βρέθηκε ελεύθερος. Ανέμισε τα χέρια για να κρατήσει την ισορροπία και κατευθείαν άρχισε να τρέχει. Οι άνθρωποι τον έδειχναν ήταν ο μόνος που πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση και μάλιστα τρέχοντας. Φωνές τον ακολούθησαν. Ο μανδύας του πετάριζε πίσω του, φανερώνοντας το κοκκινοντυμένο σπαθί του. Όταν το συνειδητοποίησε, άρχισε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα. Το θέαμα ενός απομονωμένου υποστηρικτή της Βασίλισσας που έτρεχε ίσως έδινε το έναυσμα στο ασπροντυμένο πλήθος να τον κυνηγήσει, ακόμα και σήμερα. Έτρεξε, με τα μακριά του πόδια να πετούν πάνω από τις πλάκες του δρόμου. Όταν οι φωνές έμειναν πίσω μακριά του, μόνο τότε άφησε το σώμα του να γείρει σ’ έναν τοίχο, λαχανιασμένος.