Выбрать главу

Δεν ήξερε πού ήταν, μόνο ότι ήταν ακόμα μέσα στην Έσω Πόλη. Δεν θυμόταν πόσες στροφές είχε πάρει σ’ αυτούς τους φιδίσιους δρόμους. Έτοιμος να το βάλει ξανά στα πόδια, κοίταξε πίσω του από κει που είχε έρθει. Μόνο μια μορφή υπήρχε στο δρόμο, μια γυναίκα που περπατούσε γαλήνια, κρατώντας ένα καλάθι για ψώνια. Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι της πόλης είχαν μαζευτεί για μια φευγαλέα ματιά στον ψεύτικο Δράκοντα. Δεν μπορεί να με ακολούθησε. Πρέπει να τον ξέφυγα.

Ο ζητιάνος δεν θα τα παρατούσε· ο Ραντ ήταν βέβαιος γι’ αυτό, αν και δεν ήξερε γιατί. Η ρακένδυτη φιγούρα αυτή τη στιγμή μπορεί να ερευνούσε τα πλήθη κι αν ο Ραντ επέστρεφε για να δει τον Λογκαίν διέτρεχε τον κίνδυνο να τη συναντήσει. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να γυρίσει στην Ευλογία της Βασίλισσας, αλλά ήταν σίγουρος πως δεν θα ξανάχε ευκαιρία να δει Βασίλισσα και ήλπιζε να μην είχε άλλη ευκαιρία να δει ψεύτικο Δράκοντα. Του φαινόταν ότι θα ήταν πράξη δειλού, αν κρυβόταν επειδή τον ανάγκαζε σ’ αυτό ένας παλαβός ζητιάνος, ακόμα και Σκοτεινόφιλος.

Κοίταξε τριγύρω του και το συλλογίστηκε. Έτσι όπως διαμορφωμένη η Έσω Πόλη, τα κτίρια ήταν λίγα και χαμηλά. Έτσι, κάποιος που στεκόταν σ’ ένα ορισμένο σημείο θα είχε ανεμπόδιστη θέα στα τεκταινόμενα. Θα πρέπει να υπήρχαν μέρη απ’ όπου μπορούσε να δει την παρέλαση με τον ψεύτικο Δράκοντα. Ακόμα κι αν δεν έβλεπε τη Βασίλισσα, θα μπορούσε να δει τον Λογκαίν. Ξεκίνησε αποφασισμένος.

Μια ώρα έψαχνε και βρήκε αρκετά τέτοια σημεία κι όλα ήταν πηγμένα από ανθρώπους, που στέκονταν πατείς-με πατώ-σε για να αποφύγουν το στριμωξίδι στη διαδρομή της παρέλασης. Ήταν ένα αδιάβατο μέτωπο από λευκές κονκάρδες και περιβραχιόνια. Πουθενά κόκκινο. Απομακρύνθηκε γοργά και προσεκτικά, ενώ σκεφτόταν τι αποτέλεσμα θα είχε σ’ ένα τέτοιο πλήθος η όψη του σπαθιού του.

Φωνές ακούστηκαν από τη Νέα Πόλη, κραυγές, ο διαπεραστικός ήχος από τρομπέτες και ο στρατιωτικός ρυθμός τυμπάνων. Ο Λογκαίν και η συνοδεία του ήταν ήδη στο Κάεμλυν, πηγαίνοντας στο Παλάτι.

Αποθαρρυμένος, περιπλανήθηκε στους σχεδόν άδειους δρόμους, ελπίζοντας ανόρεχτα ότι θα έβρισκε κάποιον τρόπο να δει τον Λογκαίν. Το βλέμμα του έπεσε σε μια πλαγιά δίχως κτίρια, που έφτανε ψηλότερα από το δρόμο στον οποίο περπατούσε. Αν ήταν φυσιολογική η άνοιξη, η πλαγιά θα ήταν γεμάτη λουλούδια και χλόη, αλλά τώρα ήταν απλώς το μισοξεραμένο γρασίδι, που έφτανε ως τον ψηλό τοίχο στην κορυφή της, έναν τοίχο πάνω από τον οποίο φαινόταν δενδροκορφές.

Αυτό το μέρος του δρόμου δεν είχε σχεδιαστεί νια να έχει σπουδαία θέα, αλλά λίγο μπροστά, πάνω από τις στέγες, ο Ραντ έβλεπε μερικούς από τους πυργίσκους του Παλατιού, απ’ όπου πετάριζαν στον άνεμο σημαίες με το Άσπρο Λιοντάρι. Δεν ήξερε πού κατέληγε η καμπή του δρόμου, όταν περνούσε το λόφο που έβλεπε, αλλά ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα για τον τοίχο του λοφίσκου.

Τα τύμπανα και οι τρομπέτες πλησίαζαν, οι φωνές δυνάμωναν. Ανηφόρισε με αγωνία την πλαγιά. Δεν ήταν φτιαγμένη για να μπορεί να ανεβεί κανείς, αλλά ο Ραντ έχωσε τις μπότες στο χώμα με το μισοπεθαμένο γρασίδι και σκαρφάλωσε πιάνοντας τους άφυλλους θάμνους. Λαχανιάζοντας, τόσο από τον κόπο όσο και από λαχτάρα, ανέβηκε τα τελευταία μέτρα που τον χώριζαν από τον τοίχο. Ορθωνόταν από πάνω του, με ύψος διπλάσιο, ή και παραπάνω, από τον Ραντ. Η ατμόσφαιρα βροντούσε από τα τύμπανα και αντηχούσε το ξέσπασμα από τις τρομπέτες.

Στο μπροστινό μέρος του τοίχου η πέτρα είχε αφεθεί στην φυσική της όψη· οι πελώριοι όγκοι ταίριαζαν μεταξύ τους τόσο καλά, που τα σημεία που ενώνονταν ήταν σχεδόν αόρατα και η τραχιά εμφάνιση τους θύμιζε σχεδόν φυσικό γκρεμό. Ο Ραντ χαμογέλασε πλατιά. Οι γκρεμοί κοντά στους Λόφους της Άμμου ήταν ψηλότεροι, αλλά τους ανέβαινε ακόμη κι ο Πέριν. Τα χέρια του έψαξαν για προεξοχές, τα πόδια του βρήκαν πτυχές. Τα τύμπανα έτρεχαν δίπλα του, καθώς σκαρφάλωνε. Αρνήθηκε να τα αφήσει να νικήσουν. Θα έφτανε στην κορυφή πριν αυτά βρεθούν στο Παλάτι. Πάνω στη βιασύνη του, η πέτρα του έσχιζε τα χέρια και του έγδερνε τα γόνατα πάνω από το παντελόνι, αλλά ο Ραντ αγκάλιασε την κορυφή και τραβήχτηκε πάνω με μια αίσθηση νίκης.

Έστριψε βιαστικά και κάθισε στην επίπεδη, στενή κορυφή του τοίχου. Τα γεμάτα φύλλα κλαριά ενός ψηλού δέντρου πετούσαν πάνω από το κεφάλι του, αλλά ο Ραντ δεν έδωσε σημασία. Κοίταζε πάνω από τις κεραμιδοσκεπές, αλλά από τον τοίχο έβλεπε καθαρά. Έγειρε, λιγάκι μόνο και είδε την πύλη του Παλατιού και τους Φρουρούς της Βασίλισσας παραταγμένους και τους ανθρώπους που περίμεναν. Που αδημονούσαν. Οι φωνές τους πνίγονταν μέσα στα βροντερά τύμπανα και τις τρομπέτες, αλλά περίμεναν ακόμα. Χαμογέλασε πλατιά. Κέρδισα.