Τη στιγμή που ανακαθόταν για να βολευτεί, το πρώτο μέρος της πομπής έστριψε στην τελική στροφή πριν το Παλάτι. Πρώτα ήρθαν είκοσι σειρές από τρομπετίστες, που έσχιζαν τον αέρα με συνεχή θριαμβικά ξεσπάσματα, με μια φανφάρα νίκης. Πίσω τους, άλλοι τόσοι τυμπανιστές έπαιζαν βροντερά. Ύστερα ήρθαν τα λάβαρα του Κάεμλυν, άσπρα λιοντάρια σε κόκκινο φόντο, που τα μετέφεραν έφιπποι. Ακολούθησαν στρατιώτες του Κάεμλυν, ατέλειωτες σειρές από καβαλάρηδες, με πανοπλίες που γυάλιζαν και λόγχες περήφανα υψωμένες, με πορφυρές φιλάνδρες που πετάριζαν. Τους πλαισίωναν τριπλάσιες σειρές από σαρισσοφόρους και τοξότες, που εξακολούθησαν να έρχονται, ακόμα και όταν οι ιππείς πέρασαν ανάμεσα από τους Φρουρούς που περίμεναν και μπήκαν από τις πύλες του Παλατιού.
Οι τελευταίοι πεζοί βγήκαν από τη στροφή και πίσω τους υπήρχε μια πελώρια άμαξα. Δεκάξι άλογα την τραβούσαν σε σειρές των τεσσάρων. Στο κέντρο της υπήρχε ένα μεγάλο κλουβί με σιδερένια κάγκελα και σε κάθε γωνιά της καρότσας κάθονταν δυο γυναίκες, παρακολουθώντας το κλουβί με τόση προσήλωση, που γι’ αυτές η πομπή και το πλήθος έμοιαζαν να μην υπάρχουν. Ο Ραντ ήταν σίγουρος πως ήταν Άες Σεντάι. Ανάμεσα στην άμαξα και στους πεζούς, και από τις δύο πλευρές της, έρχονταν έφιπποι Πρόμαχοι, με μανδύες που στροβιλίζονταν και μπέρδευαν το βλέμμα. Αν οι Άες Σεντάι αγνοούσαν το πλήθος, οι Πρόμαχοι το μελετούσαν, σαν να μην υπήρχαν άλλοι σκοποί εκτός από αυτούς.
Μέσα σ’ όλα, αυτό που έπιασε και αιχμαλώτισε το βλέμμα του Ραντ ήταν ο άνδρας στο κλουβί. Ο Ραντ δεν ήταν αρκετά κοντά για να διακρίνει το πρόσωπο του Λογκαίν όπως ήθελε, αλλά, ξαφνικά, του φάνηκε πως δεν θα ήθελε να είναι πιο κοντά. Ο ψεύτικος Δράκοντας ήταν ψηλός, με μακριά, μελαχρινά μαλλιά, που έπεφταν στους πλατιούς ώμους του. Στεκόταν όρθιος, παρά τα σκαμπανεβάσματα της άμαξας, με το ένα χέρι στα κάγκελα πάνω από το κεφάλι του. Τα ρούχα του φάνταζαν συνηθισμένα. Μανδύας, παλτό, παντελόνι, που ακόμα και σε χωριό αγροτών δεν θα τα πρόσεχε κανείς. Αλλά ήταν ο τρόπος που τα φορούσε. Το κλουβί έμοιαζε να μην υπάρχει. Στεκόταν όρθιος, με το κεφάλι ψηλά και κοίταζε το πλήθος σαν να είχαν έρθει για να τον τιμήσουν. Και όπου έπεφτε το βλέμμα του, ο κόσμος έμενε σιωπηλός, κοιτάζοντάς τον με δέος. Όταν η ματιά του Λογκαίν έφευγε από πάνω τους, ούρλιαζαν με καινούργια οργή, σαν να ήθελαν να επανορθώσουν για τη σιωπή τους, αλλά δεν άλλαζε τίποτα στην πόζα του, ή στη σιωπή που συλούσε μαζί του. Καθώς η άμαξα περνούσε από τις πύλες, γύρισε και κοίταξε το συναγμένο πλήθος. Ο κόσμος τον κοίταξε ουρλιάζοντας, πέρα από λέξεις, μ’ ένα κύμα απόλυτου ζωώδους μίσους και φόβου και ο Λογκαίν έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε, καθώς το Παλάτι τον κατάπινε.
Κι άλλα αγήματα ακολούθησαν την άμαξα, με λάβαρα που αντιπροσώπευαν κι άλλους απ’ αυτούς που είχαν πολεμήσει και νικήσει τον ψεύτικο Δράκοντα. Οι Χρυσές Μέλισσες του Ίλιαν, οι τρεις Λευκές Ημισέληνοι του Δακρίου, ο Ανατέλλων Ήλιος της Καιρχίν, κι άλλα, πολλά άλλα, από έθνη και πόλεις και από σπουδαίους ανθρώπους, με τις δικές τους τρομπέτες και τα δικά τους τύμπανα, που διαλαλούσαν το μεγαλείο τους. Μετά τον Λογκαίν, ήταν αντικλιμακτικό.
Ο Ραντ έγειρε λίγο ακόμα για να δει μια τελευταία φορά τον άνδρα στο κλουβί. Μα δεν νικήθηκε; Φως μου, δεν θα ήταν στο φλογισμένο το κλουβί, αν δεν είχε νικηθεί.
Χάνοντας την ισορροπία του, γλίστρησε και αρπάχτηκε από την κορυφή του τοίχου, ξανανέβηκε και κάθισε κάπως πιο σίγουρα. Τώρα, που είχε περάσει ο Λογκαίν, ένιωθε έντονα το κάψιμο στα χέρια του, εκεί που είχε γδάρει τις παλάμες και τα δάχτυλα στο βράχο. Αλλά οι εικόνες δεν έλεγαν να φύγουν από το νου του. Το κλουβί και οι Άες Σεντάι. Ο Λογκαίν, αήττητος. Παρά το κλουβί, ο άνθρωπος δεν είχε νικηθεί. Ο Ραντ ανατρίχιασε και έτριψε στο παντελόνι τα χέρια του που έτσουζαν.
“Γιατί άραγε τον παρακολουθούσαν οι Άες Σεντάι;” αναρωτήθηκε φωναχτά.
“Τον εμποδίζουν να αγγίξει την Αληθινή Πηγή, χαζέ”.
Τινάχτηκε και σήκωσε το κεφάλι προς την κοριτσίστικη φωνή και ξαφνικά η ευαίσθητη ισορροπία του χάθηκε. Πρόλαβε μόνο να καταλάβει πως έπεφτε προς τα πίσω, όταν κάτι τον χτύπησε στο κεφάλι και ένας γελαστός Λογκαίν τον κυνήγησε, ως το σκοτάδι που στροβιλιζόταν.
40
Ο Ιστός Τεντώνεται
Του Ραντ του φαινόταν πως καθόταν σε ένα τραπέζι με τον Λογκαίν και τη Μουαραίν. Η Άες Σεντάι και ο ψεύτικος Δράκοντας κάθονταν παρακολουθώντας τον σιωπηλά, σαν να μην ήξερε κανείς τους πως ο άλλος ήταν εκεί. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι οι τοίχοι του δωματίου θάμπωναν και χάνονταν σε μια γκρίζα θολούρα. Μια αίσθηση επιτακτικότητας τον πλημμύρισε. Τα πάντα χάνονταν, θόλωναν. Όταν ξανακοίταξε το τραπέζι, η Μουαραίν και ο Λογκαίν είχαν εξαφανιστεί και στη θέση τους καθόταν ο Μπα’άλζαμον. Ολόκληρο το κορμί του Ραντ δονείτο από την επιτακτική αίσθηση· βούιζε μέσα στο κεφάλι του, ολοένα και πιο δυνατά. Το βουητό έγινε ένα με το βροντοκόπημα του αίματος στα αυτιά του.