Выбрать главу

“Αν το μάθει η μητέρα, Ηλαίην, θα μας τα ψάλει κανονικά”, είπε ξαφνικά ο νεαρός. “Μας είπε να μείνουμε στα δωμάτιά μας, αλλά εσύ επέμενες να δεις τον Λογκαίν. Δες τώρα πού μπλέξαμε”.

“Σταμάτα, Γκάγουιν”. Ήταν, ολοφάνερα, η νεότερη από τους δύο, αλλά μιλούσε σαν να θεωρούσε δεδομένο ότι ο νεαρός θα υπάκουγε. Το πρόσωπό του ξίνισε, σαν να ήθελε να πει κι άλλα, αλλά, προς έκπληξη του Ραντ, έμεινε ήρεμος. “Είσαι καλά;” είπε ξαφνικά η κοπέλα.

Ο Ραντ δεν συνειδητοποίησε με την πρώτη ότι απευθυνόταν σ’ αυτόν. Όταν το κατάλαβε, πάσχισε να σηκωθεί όρθιος. “Μια χαρά είμαι. Μονάχα-” Παραπάτησε και τα πόδια του λύγισαν. Κάθισε απότομα κάτω. Το κεφάλι του γυρνούσε. “Θα ξανανέβω τον τοίχο”, μουρμούρισε. Δοκίμασε να ξανασηκωθεί, αλλά εκείνη ακούμπησε τον ώμο του και τον κράτησε για να μην κουνηθεί. Ο Ραντ ήταν τόσο ζαλισμένος, που το ελαφρύ άγγιγμα ήταν αρκετό για να μείνει στη θέση του.

“Τραυματίστηκες”, του είπε. Γονάτισε με χάρη δίπλα του. Τα δάχτυλά της παραμέρισαν απαλά τις ματωμένες τρίχες στο αριστερό μέρος του κεφαλιού του. “Πέφτοντας πρέπει να χτύπησες σε κλαδί. Τυχερός είσαι, αν δεν έσπασες τίποτα εκτός από το κεφάλι σου. Πρώτη φορά βλέπω κάποιον να σκαρφαλώνει τόσο επιδέξια, αλλά δεν είσαι εξίσου καλός στο πέσιμο”.

“Θα γεμίσεις αίματα τα χέρια σου”, της είπε, κάνοντας πίσω.

Εκείνη τράβηξε σταθερά το κεφάλι του για να το δει. “Μην κουνιέσαι”. Δεν του μίλησε απότομα, αλλά η φωνή της είχε έναν τόνο που έλεγε ότι περίμενε υπακοή. “Δόξα στο Φως, δεν δείχνει πολύ σοβαρό”. Από τις εσωτερικές τσέπες του μανδύα της άρχισε να βγάζει ατέλειωτα μικρά φιαλίδια και στριμμένα χάρτινα πακετάκια και, στο τέλος, έναν τυλιγμένο επίδεσμο.

Εκείνος κοίταξε θαυμάζοντας τη συλλογή της. Θα περίμενε κάτι τέτοιο από μια Σοφία, όχι από μια κοπέλα ντυμένη όπως αυτή. Είδε πως είχε βάψει τα δάχτυλά της με αίμα, αλλά αυτό δεν φαινόταν να την ενοχλεί.

“Δώσε μου το φλασκί σου με το νερό, Γκάγουιν”, είπε η κοπέλα. “Θέλω να ξεπλύνω”.

Ο Γκάγουιν έλυσε μια δερμάτινη φιάλη από τη ζώνη του και της την έδωσε κι έπειτα γονάτισε με μια άνετη κίνηση κοντά στα πόδια του Ραντ με τα χέρια σταυρωμένα στα γόνατα. Η Ηλαίην δούλευε μεθοδικά, ό,τι κι αν έκανε. Ο Ραντ δεν μόρφασε όταν τον έτσουξε το κρύο νερό, με το οποίο ξέπλυνε η κοπέλα την αμυχή στο κρανίο του, αλλά εκείνη του κράτησε το κεφάλι με ένα χέρι, σαν να περίμενε ότι θα το τραβούσε. Η αλοιφή που του έβαλε από ένα μικρό φιαλίδιο δρόσισε τον πόνο, σαν να την είχε φτιάξει η Νυνάβε.

Ο Γκάγουιν του χαμογέλασε, καθώς η κοπέλα δούλευε· ήταν ένα καθησυχαστικό χαμόγελο, σαν να περίμενε κι αυτός πως ο Ραντ θα αποτραβιόταν και ίσως το έβαζε στα πόδια. “Όλο πάει και βρίσκει αδέσποτα γατιά και πουλιά με σπασμένα φτερά. Είσαι ο πρώτος άνθρωπος που βρήκε να γιατρέψει”. Δίστασε, έπειτα πρόσθεσε, “Μην προσβληθείς. Δεν σε αποκαλώ αδέσποτο”. Δεν ήταν απολογία, απλώς δήλωση γεγονότος.

“Δεν προσβλήθηκα”, είπε κουμπωμένος ο Ραντ. Αλλά αυτοί οι δυο έκαναν σαν να είχαν μπροστά τους τσινιάρικο άλογο.

“Ξέρει τι κάνει”, είπε ο Γκάγουιν. “Είχε τους καλύτερους δασκάλους. Μην φοβάσαι λοιπόν, είσαι σε καλά χέρια”.

Η Ηλαίην πίεσε ένα κομμάτι επιδέσμου στον κρόταφό του και τράβηξε μια μεταξωτή μαντίλα από τη ζώνη της, με γαλάζιο και κρεμ και χρυσό χρώμα. Για οποιαδήποτε κοπέλα στο Πεδίο του Έμοντ, θα ήταν ένα αγαπημένο γιορτινό ρούχο. Η Ηλαίην άρχισε να το τυλίγει επιδέξια στο κεφάλι του για να στηρίζει τον επίδεσμο.

“Δεν μπορείς να βάλεις αυτό”, διαμαρτυρήθηκε ο Ραντ.

Εκείνη συνέχισε να τυλίγει το κεφάλι του. “Σου είπα, μην κουνιέσαι”, είπε ατάραχα.

Ο Ραντ κοίταξε τον Γκάγουιν. “Πάντα περιμένει ότι οι άλλοι θα κάνουν ό,τι τους λέει;”

Μια έκφραση έκπληξης πέρασε από το πρόσωπο του νεαρού κι έσφιξε το στόμα, σαν να ήθελε να πνίξει ένα γελάκι. “Συνήθως, ναι. Και συνήθως αυτό κάνουν”.

“Κράτα το”, είπε η Ηλαίην. “Βάλε εδώ το χέρι για να το δέσω-” Ξαφνιάστηκε βλέποντας τα χέρια του. “Αυτό δεν το έπαθες από την πτώση. Μάλλον επειδή σκαρφάλωνες εκεί που δεν έπρεπε”. Έδεσε το κόμπο στα γρήγορα και του γύρισε τα χέρια με τις παλάμες προς τα πάνω, μουρμουρίζοντας μόνη της, επειδή είχε ξοδευτεί σχεδόν όλο το νερό. Ένιωσε τα κοψίματα να τον καίνε, καθώς του τα έπλενε, αλλά το άγγιγμά της ήταν εξαιρετικά απαλό. “Στάσου ακίνητος αυτή τη φορά”.

Ξανάβγαλε το φιαλίδιο με την αλοιφή. Την άπλωσε ομοιόμορφα στις αμυχές, αφιερώνοντας όλη της την προσοχή στο να μην τον πονέσει. Μια δροσιά απλώθηκε στα χέρια του, σαν να του αφαιρούσε με το τρίψιμο τα γδαρμένα σημεία.