Выбрать главу

“Συνήθως κάνουν ό,τι τους πει”, συνέχισε ο Γκάγουιν, χαμογελώντας τρυφερά προς την κοπέλα. “Οι περισσότεροι. Όχι η μητέρα, φυσικά. Ούτε η Ελάιντα. Ούτε και η Λίνι. Η Λίνι ήταν η γκουβερνάντα της. Δεν μπορείς να δίνεις διαταγές σε κάποια που σε έδερνε με τη βέργα, όταν έκλεβες σύκα τότε που ήσουν μικρό παιδί. Και όχι πάντα μικρό”. Η Ηλαίην σήκωσε το κεφάλι, ίσα για να του ρίξει μια απειλητική ματιά. Ο Γκάγουιν ξερόβηξε και φρόντισε να κρύψει την έκφρασή του, πριν συνεχίσει βιαστικά. “Ούτε ο Γκάρεθ, φυσικά. Κανένας δεν δίνει διαταγές στον Γκάρεθ”.

“Ούτε ακόμα και η μητέρα”, είπε η Ηλαίην, ξανασκύβοντας το κεφάλι πάνω από τα χέρια του Ραντ. “Κάνει υποδείξεις κι αυτός πάντα τις ακολουθεί, αλλά ποτέ δεν την άκουσα να τον διατάζει”. Κούνησε το κεφάλι της.

“Δεν καταλαβαίνω γιατί πάντα σε ξαφνιάζει αυτό”, απάντησε ο Γκάγουιν. “Ακόμα κι εσύ δεν πας να πεις στον Γκάρεθ τι να κάνει. Έχει υπηρετήσει τρεις Βασίλισσες και ήταν Στρατηγός και Πρώτος Πρίγκιπας και Αντιβασιλιάς για δύο. Θα τολμούσα να πω ότι, για μερικούς, είναι μεγαλύτερο σύμβολο του Θρόνου του Άντορ απ’ όσο η Βασίλισσα”.

“Η Μητέρα καλά θα έκανε να τον παντρευόταν”, είπε αφηρημένα εκείνη. Η προσοχή της ήταν στραμμένη στα χέρια του Ραντ. “Το θέλει· δεν μπορεί να το κρύψει από μένα. Κι έτσι θα λύνονταν τόσα προβλήματα”.

Ο Γκάγουιν κούνησε το κεφάλι. “Πρέπει πρώτα να υποχωρήσει ο ένας από τους δύο. Ο Γκάρεθ δεν πρόκειται να το κάνει και η μητέρα δεν μπορεί”.

“Αν τον διέταζε...”

“Θα την υπάκουγε. Νομίζω. Αλλά δεν πρόκειται να τον διατάξει. Την ξέρεις”.

Ξαφνικά, γύρισαν και κοίταξαν τον Ραντ. Αυτός είχε την αίσθηση πως πριν είχαν ξεχάσει την παρουσία του. “Ποια...;” Σταμάτησε για να γλείψει τα χείλη του, που είχαν στεγνώσει. “Ποια είναι η μητέρα σας;”

Τα μάτια της Ηλαίην άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη, αλλά ο Γκάγουιν μίλησε με ύφος απλό κι εντελώς αταίριαστο με αυτά που έλεγε. “Η Μοργκέις, ελέω Φωτός Βασίλισσα του Αντορ, Προστάτιδα του Βασιλείου, Υπερασπίστρια του Λαού, Ανώτατη Έδρα του Οίκου Τράκαντ”.

“Η Βασίλισσα”, μουρμούρισε ο Ραντ, νιώθοντας το σοκ να απλώνεται μέσα του με κύματα που τον μούδιαζαν. Στην αρχή του φάνηκε ότι το κεφάλι του θα άρχιζε πάλι να στριφογυρίζει. Μην τραβήξεις την προσοχή. Απλώς πέσε στον κήπο της Βασίλισσας και άσε την Κόρη-Διάδοχο να φροντίσει τις πληγές σον σαν κομπογιαννίτης. Του ήρθε να γελάσει και ήξερε πως αυτή ήταν η πρώτη εκδήλωση του πανικού.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκε βιαστικά όρθιος. Δεν ενέδωσε στην επιθυμία που είχε να το βάλει στα πόδια, αλλά ένιωθε μεγάλη ανάγκη να φύγει, να φύγει πριν ανακαλύψει κανείς άλλος πως ήταν εδώ.

Η Ηλαίην και ο Γκάγουιν τον παρατηρούσαν γαλήνια και, όταν πήδηξε όρθιος, σηκώθηκαν κι αυτοί με κομψές κινήσεις, χωρίς να βιάζονται καθόλου. Ο Ραντ σήκωσε το χέρι για να βγάλει το μαντήλι από το κεφάλι του και η Ηλαίην τον έπιασε από τον αγκώνα. “Σταμάτα. Θα ξαναματώσει”. Η φωνή της ήταν ακόμα γαλήνια, ακόμα βέβαιη πως ο Ραντ θα έκανε ό,τι του έλεγε.

“Πρέπει να φύγω”, είπε ο Ραντ. “Θα ξανασκαρφαλώσω τον τοίχο και―”

“Στ’ αλήθεια δεν ήξερες”. Για πρώτη φορά φαινόταν κι αυτή εξίσου έκπληκτη. “Θες να πεις ότι σκαρφάλωσες τον τοίχο για να δεις τον Λογκαίν χωρίς καν να ξέρεις πού είσαι; Θα είχες πολύ καλύτερη θέα από τους δρόμους εκεί κάτω”.

“Δεν... δεν μου αρέσουν τα πλήθη”, είπε μασημένα. Έκανε μια αμυδρή υπόκλιση στον καθένα τους. “Αν μου επιτρέπεις, ε... Αρχόντισσά μου”. Στις ιστορίες, οι βασιλικές αυλές ήταν γεμάτες ανθρώπους που αποκαλούσαν ο ένας τον άλλον Άρχοντα και Αρχόντισσα και Υψηλότατε και Μεγαλειότατε, αλλά μέσα στη ζάλη του δεν θυμόταν αν είχε ακούσει ποτέ τη σωστή προσφώνηση για την Κόρη-Διάδοχο. Μέσα στη ζάλη του δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα, εκτός από την ανάγκη να βρεθεί αλλού. “Αν μου επιτρέπεις, θα φύγω τώρα. Α... σ’ ευχαριστώ για το... Άγγιξε το μαντήλι που ήταν τυλιγμένο στο κεφάλι του. “Σ’ ευχαριστώ”.

“Χωρίς καν να μας πεις το όνομά σου;” είπε ο Γκάγουιν. “Άσχημα ξεπληρώνεις τη φροντίδα της Ηλαίην. Αναρωτιόμουν για σένα. Έχεις προφορά Αντορίτη, αν και όχι Καεμλυνού, βεβαίως, αλλά μοιάζεις με... Ξέρεις τα ονόματά μας, πάντως. Για λόγους αβρότητας θα έπρεπε να μας πεις το δικό σου”.

Ο Ραντ κοίταξε τον τοίχο με λαχτάρα και είπε το σωστό του όνομά πριν σκεφτεί τι έκανε και μάλιστα πρόσθεσε, “Από το Πεδίο του Έμοντ, στους Δύο Ποταμούς”.

“Από τα δυτικά”, μουρμούρισε ο Γκάγουιν. “Πολύ μακριά στα δυτικά”.

Ο Ραντ έψαχνε γύρω του με το βλέμμα. Η φωνή του νεαρού είχε μια νότα έκπληξης και ο Ραντ είδε το ίδιο συναίσθημα στο πρόσωπό του άλλου, όταν το κοίταξε. Ο Γκάγουιν χαμογέλασε γλυκά, τόσο γρήγορα, που ο Ραντ δεν ήταν βέβαιος αν στ’ αλήθεια το είχε δει.