“Ταμπάκ και μαλλί”, είπε ο Γκάγουιν. “Πρέπει να ξέρω τα βασικά προϊόντα κάθε περιοχής του Βασιλείου. Κάθε χώρας, μάλιστα. Είναι μέρος της εκπαίδευσής μου. Βασικά προϊόντα και ασχολίες και πώς είναι ο κόσμος εκεί. Λένε πως οι άνθρωποι στους Δύο Ποταμούς είναι πεισματάρηδες. Μπορούν να σε αφήσουν να τους οδηγήσεις, αν πιστέψουν πως είσαι άξιος, αλλά αν πας να τους ζορίσεις μουλαρώνουν. Η Ηλαίην θα ’πρεπε να διαλέξει τον σύζυγό της από κει. Χρειάζεται άνθρωπος με θέληση σαν βράχο, για να μην τον έχει του χεριού της”.
Το βλέμμα του Ραντ είχε κολλήσει πάνω του. Το ίδιο έντονα τον κοίταζε και η Ηλαίην. Ο Γκάγουιν έμοιαζε ψύχραιμος όπως πριν, αλλά δεν έλεγε να βάλει γλώσσα μέσα. Γιατί;
“Τι γίνεται εδώ;”
Και οι τρεις τινάχτηκαν, ακούγοντας την ξαφνική φωνή και γύρισαν για να δουν.
Ο νεαρός άνδρας που στεκόταν εκεί ήταν ο πιο ωραίος άνδρας που είχε δει ποτέ ο Ραντ, τόσο όμορφος που σχεδόν ξεπερνούσε τα όρια της αρρενωπότητας. Ήταν ψηλός και λεπτός, αλλά οι κινήσεις του φανέρωναν νευρώδες δυνατό κορμί και βαθιά ριζωμένη αυτοπεποίθηση. Ήταν μελαχρινός με μαύρα μάτια και τα ρούχα του, που τα φορούσε σαν να μην είχαν την παραμικρή σημασία, είχαν κόκκινο και λευκό χρώμα και ήταν ελάχιστα μόνο λιγότερο φανταχτερά από του Γκάγουιν.
“Στάσου μακριά του, Ηλαίην”, είπε ο νεαρός. “Κι εσύ, Γκάγουιν”.
Η Ηλαίην μπήκε μπροστά από τον Ραντ, ανάμεσα σ’ αυτόν και στον νεοφερμένο, με το κεφάλι ψηλά και την αυτοπεποίθηση αμείωτη. “Είναι πιστός υπήκοος της μητέρας μας και άνθρωπος της Βασίλισσας. Και είναι υπό την προστασία μου, Γκάλαντ”.
Ο Ραντ προσπάθησε να θυμηθεί τι είχε ακούσει από τον αφέντη Κιντς και ύστερα από τον αφέντη Γκιλ. Ο Γκαλάντεντριλ Ντέημοντρεντ ήταν ο ετεροθαλής αδερφός της Ηλαίην, της Ηλαίην και του Γκάγουιν, αν θυμόταν καλά· οι τρεις τους είχαν τον ίδιο πατέρα. Ο αφέντης Κιντς μπορεί να μην πολυσυμπαθούσε τον Τάρινγκεηλ Ντέημοντρεντ ―ούτε και κανένας άλλος απ’ όσους είχε ακούσει ο Ραντ- αλλά ο γιος είχε την εκτίμηση και των κόκκινων και των άσπρων, αν ήταν αλήθεια όσα λέγονταν στην πόλη.
“Έχω υπ’ όψιν μου την αγάπη σου για τα αδέσποτα, Ηλαίην”, είπε ο λεπτοκαμωμένος νεαρός με λογικό τόνο, “αλλά ο φίλος μας είναι οπλισμένος και δεν μοιάζει άνθρωπος εμπιστοσύνης. Στις μέρες μας χρειάζεται άκρα προσοχή. Αν είναι άνθρωπος της Βασίλισσας, τι θέλει εδώ, που δεν είναι τα δικά του μέρη; Εύκολα αλλάζει το ντύσιμο του σπαθιού, Ηλαίην”.
“Είναι εδώ ως καλεσμένος μου, Γκάλαντ και εγγυώμαι εγώ γι’ αυτόν. Ή μήπως αυτοδιορίστηκες γκουβερνάντα μου, για να αποφασίζεις με ποιον και πότε μπορώ να μιλώ;”
Η φωνή της ήταν γεμάτη χλευασμό, όμως ο Γκάλαντ ήταν αμετακίνητος. “Ξέρεις πως δεν διεκδικώ έλεγχο επί των πράξεών σου, Ηλαίην, αλλά ο... καλεσμένος σου δεν αρμόζει να είναι εδώ και το γνωρίζεις πολύ καλά. Γκάγουιν, βοήθησέ με να την πείσουμε. Η μητέρα μας θα—”
“Αρκετά!” ξέσπασε η Ηλαίην. “Έχεις δίκιο όταν λες ότι δεν έχεις λόγο επί των πράξεων μου, ούτε κι έχεις δικαίωμα να τις κρίνεις. Μπορείς να πηγαίνεις. Τώρα!”
Ο Γκάλαντ κοίταξε πικρόχολα τον Γκάγουιν έμοιαζε ταυτόχρονα να ζητά βοήθεια, αλλά και να προσπαθεί να πει ότι ήταν τόσο ξεροκέφαλη, που δεν γινόταν τίποτα. Το πρόσωπο της Ηλαίην σκοτείνιασε, αλλά, καθώς έκανε να ξανανοίξει το στόμα της, ο Γκάλαντ υποκλίθηκε με κάθε τυπικότητα και με τη χάρη αιλουροειδούς έκανε ένα βήμα πίσω, μετά γύρισε και έφυγε, προχωρώντας στο πλακοστρωμένο μονοπάτι με μεγάλες δρασκελιές και γρήγορα χάθηκε πίσω από την περγουλιά.
“Τον μισώ”, είπε η Ηλαίην. “Είναι πρόστυχος και γεμάτος φθόνο”.
“Το παρατραβάς, Ηλαίην”, είπε ο Γκάγουιν. “Ο Γκάλαντ δεν ξέρει τι θα πει φθόνος. Δυο φορές μου έσωσε τη ζωή, κι αν δεν με είχε βοηθήσει κανείς δεν θα το ήξερε. Αν δεν με έσωζε, θα ήταν αυτός ο Πρώτος Πρίγκιπας του Σπαθιού στη θέση μου”.
“Ποτέ, Γκάγουιν. Θα διάλεγα κάθε άλλον εκτός από τον Γκάλαντ. Κάθε άλλον. Τον πιο ταπεινό σταβλίτη”. Ξαφνικά χαμογέλασε και έριξε μια ψευτο-αυστηρή ματιά στον αδερφό της. “Λες ότι μου αρέσει να διατάζω. Σε προστάζω λοιπόν να μην πάθεις τίποτα. Σε προστάζω γα είσαι ο Πρώτος Πρίγκιπας του Σπαθιού μου, όταν ανέβω στο θρόνο ―το Φως ας δώσει να αργήσει αυτή η μέρα!— και να οδηγήσεις τις στρατιές του Άντορ με τόση τιμή, που ο Γκάλαντ δεν μπορεί ούτε να ονειρευτεί”.
“Όπως προστάζεις, Αρχόντισσά μου”. Ο Γκάγουιν γέλασε, με υπόκλιση που παρωδούσε τον Γκάλαντ.
Η Ηλαίην κοίταξε σκεφτικά τον Ραντ σμίγοντας τα φρύδια. “Τώρα πρέπει να σε βγάλουμε από δω στα γρήγορα”.
“Ο Γκάλαντ πάντα κάνει το σωστό”, εξήγησε ο Γκάγουιν, “ακόμα κι όταν δεν θα έπρεπε. Σ’ αυτή την περίπτωση, αν βρεις έναν ξένο στον κήπο, το σωστό είναι να ειδοποιήσεις τους σκοπούς του Παλατιού. Κι υποψιάζομαι ότι αυτό ακριβώς πάει να κάνει τώρα που μιλάμε”.