“Τότε είναι ώρα να ξανανέβω τον τοίχο”, είπε ο Ραντ. Μια χαρά τα καταφέρνω να περάσω απαρατήρητος! Καλύτερα να κουβαλούσα ταμπέλα! Στράφηκε προς τον τοίχο, αλλά η Ηλαίην του έπιασειτο μπράτσο.
“Τώρα που έκανα τόσο κόπο για τα χέρια σου; Θα τα ξαναγδάρεις και μετά θα πας στο μαγαζάκι καμιάς παλιόγριας για να τους βάλει, το Φως μόνο ξέρει τι. Στην άλλη πλευρά του κήπου είναι μια μικρή πύλη. Τη σκεπάζουν τα φυτά και μονάχα εγώ θυμάμαι ότι υπάρχει ακόμα”.
Ξαφνικά ο Ραντ άκουσε μπότες να τρέχουν πλησιάζοντάς τους από το πλακόστρωτο δρομάκι.
“Πολύ αργά”, μουρμούρισε ο Γκάγουιν. “Πρέπει να έτρεξε μόλις χάθηκε από τα μάτια μας”.
Η Ηλαίην ξεστόμισε μια βλαστήμια και ο Ραντ σήκωσε τα φρύδια. Την είχε ακούσει από τους σταβλίτες της Ευλογίας της Βασίλισσας και τον είχε σοκάρει τότε. Η Ηλαίην αμέσως ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της.
Ο Γκάγουιν και η Ηλαίην φαινόταν ότι τους αρκούσε να μείνουν στη θέση τους, αλλά ο ίδιος δεν μπορούσε να περιμένει τους Φρουρούς της Βασίλισσας με τόση αταραξία. Πλησίασε τον τοίχο, ξέροντας ότι θα έφτανε, το πολύ, ως τα μισά του, πριν έρθουν οι φρουροί, αλλά δεν μπορούσε να σταθεί ασάλευτος.
Πριν κάνει τρία βήματα, εμφανίστηκαν άνδρες με κόκκινες στολές και οι θώρακες τους άστραψαν στον ήλιο, καθώς έτρεχαν στο μονοπάτι. Κατέφθασαν κι άλλοι, σαν κύματα από πορφύρα και γυαλισμένο ατσάλι, ξεπροβάλλοντας σχεδόν από παντού. Μερικοί είχαν ήδη τραβήξει τα σπαθιά τους, άλλοι ύψωσαν τα τόξα και έβαλαν βέλη στις χορδές μόνο όταν στάθηκαν ακίνητοι. Πίσω από τα κλουβιά των προσωπίδων όλα τα βλέμματα ήταν βλοσυρά και όλα τα βέλη ήταν στραμμένα αταλάντευτα πάνω του.
Η Ηλαίην και ο Γκάγουιν πήδηξαν σαν ένας και μπήκαν ανάμεσα στα βέλη και σ’ αυτόν, απλώνοντας τα χέρια για να τον κρύψουν. Ο Ραντ στάθηκε ακίνητος, άγαλμα, με τα χέρια να φαίνονται, μακριά από το σπαθί του.
Ενώ το ποδοβολητό και το τρίξιμο των χορδών δεν είχε σβήσει ακόμα, ένας από τους στρατιώτες, που είχε το χρυσό κόμπο των αξιωματικών στον ώμο φώναξε, “Αρχόντισσά μου, Άρχοντά μου, πέστε κάτω, γρήγορα!”
Παρά τα απλωμένα χέρια της, η Ηλαίην όρθωσε το κορμί με μια μεγαλοπρεπή κίνηση. “Τολμάς να φέρνεις γυμνό ατσάλι ενώπιόν μου, Τάλανβορ; Ο Γκάρεθ Μπράυν θα σε βάλει να σκουπίζεις στάβλους μαζί με τους απλούς φαντάρους κι αυτό αν είσαι τυχερός!”
Οι στρατιώτες αντάλλαξαν μπερδεμένες ματιές και μερικοί τοξότες χαμήλωσαν ταραγμένοι τα τόξα τους. Μόνο τότε κατέβασε τα χέρια η Ηλαίην, σαν να τα είχε υψωμένα απλώς και μόνο επειδή της άρεσε. Ο Γκάγουιν δίστασε, έπειτα ακολούθησε το παράδειγμά της. Ο Ραντ μπορούσε να μετρήσει τα τόξα που δεν είχαν χαμηλώσει. Οι μύες του στομαχιού του σφίχτηκαν, λες και μπορούσαν να σταματήσουν ένα πλατύ βέλος από είκοσι βήματα.
Εκείνος που είχε τον κόμπο του αξιωματικού έμοιαζε περισσότερο απορημένος απ’ όλους. “Αρχόντισσά μου, συγχώρεσέ με, αλλά ο Άρχοντας Γκαλάντεντριντ ανέφερε ότι υπήρχε ένας βρώμικος χωριάτης, που τριγυρνούσε στον κήπο οπλισμένος, αποτελώντας κίνδυνο για την Αρχόντισσα Ηλαίην και τον Άρχοντα Γκάγουιν”. Το βλέμμα του στράφηκε στον Ραντ και η φωνή του έγινε πιο σταθερή. “Αν η Αρχόντισσά μου και ο Άρχοντάς μου έχουν την καλοσύνη να παραμερίσουν, θα συλλάβω τον κακούργο. Αυτές τις μέρες η πόλη έχει γεμίσει αποβράσματα”.
“Πολύ αμφιβάλλω, αν ο Γκάλαντ ανέφερε κάτι τέτοιο”, είπε η Ηλαίην. “Ο Γκάλαντ δεν λέει ψέματα”.
“Μερικές φορές εύχομαι να έλεγε”, είπε χαμηλόφωνα ο Γκάγουιν, έτσι ώστε να τον ακούσει μόνο ο Ραντ. “Μια φορά έστω. Ίσως θα ήταν πιο εύκολο να τα βρει κανείς μαζί του τότε”.
“Αυτός ο άνθρωπος είναι φιλοξενούμενός μου”, συνέχισε η Ηλαίην, “και βρίσκεται εδώ υπό την προστασία μου. Μπορείς να αποσύρεις τις δυνάμεις σου, Τάλανβορ”.
“Φοβάμαι πως αυτό δεν είναι δυνατόν, Αρχόντισσά Μου. Όπως γνωρίζει η Αρχόντισσά Μου, η Βασίλισσα, η αρχόντισσα μητέρα σας, έχει δώσει εντολές σχετικά με οποιονδήποτε βρίσκεται στους χώρους του Παλατιού δίχως την άδεια της Αυτής Μεγαλειότητος και έχει ειδοποιηθεί η Μεγαλειότητά της γι’ αυτόν τον εισβολέα”. Η φωνή του Τάλανβορ έδειχνε αρκετή ικανοποίηση. Ο Ραντ υποψιάστηκε πως ο αξιωματικός είχε αναγκαστεί να δεχτεί άλλες εντολές από την Ηλαίην, τις οποίες δεν θεωρούσε σωστές· αυτή τη φορά δεν θα υποχωρούσε, αφού είχε την τέλεια δικαιολογία.
Η Ηλαίην αντιγύρισε το βλέμμα του Τάλανβορ· για πρώτη φορά φάνηκε να μην ξέρει τι να κάνει.
Ο Ραντ κοίταξε ερωτηματικά τον Γκάγουιν και ο Γκάγουιν κατάλαβε. “Φυλακή”, μουρμούρισε. Ο Ραντ χλόμιασε και ο νεαρός πρόσθεσε βιαστικά, “Για λίγες μόνο μέρες και δεν θα πάθεις το παραμικρό. Θα σε ανακρίνει προσωπικά ο Γκάρεθ Μπράυν, ο Στρατηγός, αλλά θα αποφυλακιστείς μόλις ξεκαθαριστεί πως δεν είχες κακό σκοπό”. Κοντοστάθηκε και κάποιες κρυφές σκέψεις φάνηκαν στο βλέμμα του. “Ελπίζω να έλεγες την αλήθεια, Ραντ αλ’Θορ από τους Δύο Ποταμούς”.