“Θα μας πας και τους τρεις στη μητέρα μου”, ανακοίνωσε ξαφνικά η Ηλαίην. Ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλη του Γκάγουιν.
Πίσω από το σιδερένιο κλουβί που φύλαγε το πρόσωπό του, ο Τάλανβορ φάνηκε αποσβολωμένος. “Αρχόντισσά μου, θα—”
“Ή αλλιώς θα μας πας σε κάποιο κελί”, είπε η Ηλαίην. “Θα μείνουμε μαζί. Ή μήπως θα δώσεις διαταγή να με αγγίξουν;” Το χαμόγελό της ήταν θριαμβευτικό και ο τρόπος που κοίταζε ολόγυρά του ο Τάλανβορ, σαν να περίμενε πως θα έβρισκε βοήθεια από τα δέντρα, έλεγε πως κι αυτός επίσης πίστευε πως η Ηλαίην είχε κερδίσει.
Τι είχε κερδίσει; Πώς;
“Η μητέρα βλέπει τον Λογκαίν”, είπε χαμηλόφωνα ο Γκάγουιν, σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη του Ραντ. “Ακόμα κι αν δεν ήταν απασχολημένη, ο Τάλανβορ δεν θα τολμούσε να εμφανιστεί μπροστά της με τους στρατιώτες του και εμένα και την Ηλαίην, σαν να ήμασταν υπό φρούρηση. Η μητέρα νευριάζει λιγάκι, μερικές φορές”.
Ο Ραντ θυμήθηκε τι είχε πει ο αφέντης Γκιλ για τη Βασίλισσα Μοργκέις. Νευριάζει λιγάκι;
Άλλος ένας κοκκινοντυμένος στρατιώτης ήρθε τρέχοντας στο μονοπάτι και σταμάτησε για να χαιρετήσει, φέρνοντας το μπράτσο στο στήθος. Μίλησε χαμηλόφωνα στον Τάλανβορ και τα λόγια του έκαναν τον Τάλανβορ να ξαναδείξει ικανοποίηση.
“Η Βασίλισσα, η αρχόντισσα μητέρα σας”, ανακοίνωσε ο Τάλανβορ, “με διατάζει να της πάω αμέσως τον εισβολέα. Είναι, επίσης, διαταγή της Βασίλισσας να παρουσιαστούν μπροστά της η Αρχόντισσα Εγκουέν και ο Άρχοντας Γκάγουιν. Αμέσως, επίσης”.
Ο Γκάγουιν μόρφασε και η Ηλαίην ξεροκατάπιε. Ξαναπήρε γαλήνια έκφραση, αλλά άρχισε να σκουπίζει με προσοχή του λεκέδες του φορέματος της. Ο κόπος της, πέρα από κάποια κομμάτια φλοιού που ξεκόλλησαν, πήγε χαμένος.
“Αν έχει την καλοσύνη η Αρχόντισσά μου;” είπε αυτάρεσκα ο Τάλανβορ. “Ο Άρχοντας μου;”
Οι στρατιώτες σχημάτισαν ένα κούφιο κουτί ολόγυρά τους και ξεκίνησαν, με τον Τάλανβορ να τους οδηγεί στο πλακόστρωτο μονοπάτι. Ο Γκάγουιν και η Ηλαίην πλαισίωναν τον Ραντ κι έμοιαζαν και οι δύο χαμένοι σε δυσάρεστες σκέψεις. Οι στρατιώτες είχαν θηκαρώσει τα σπαθιά τους και είχαν ξαναβάλει τα βέλη στις φαρέτρες, αλλά ήταν σε εγρήγορση, όπως και πριν που ήταν οπλισμένοι. Παρακολουθούσαν τον Ραντ, σαν να περίμεναν πως, ανά πάσα στιγμή, θα άρπαζε το σπαθί του και θα έκανε μια προσπάθεια να ανοίξει δρόμο προς την ελευθερία του.
Να κάνω καμιά προσπάθεια; Δεν κάνω καμία προσπάθεια. Απαρατήρητος! Χα!
Καθώς κοίταζε τους στρατιώτες που τον παρακολουθούσαν, ξαφνικά πρόσεξε τον κήπο. Όλα είχαν γίνει το ένα μετά το άλλο και το κάθε σοκ ερχόταν πριν προλάβει να σβήσει το προηγούμενο και τα πάντα γύρω του ήταν θολά, με εξαίρεση τον τοίχο και την διακαή επιθυμία του να βρεθεί από την άλλη πλευρά του. Τώρα είδε το χλωρό γρασίδι, που προηγουμένως απλώς γαργαλούσε ένα μακρινό κομμάτι του μυαλού του. Πράσινο! Εκατό αποχρώσεις του πρασίνου. Δέντρα και θάμνοι, πράσινα, ανθισμένα, γεμάτα φύλλα και φρούτα. Πυκνά κλήματα, που κάλυπταν περγουλιές στο μονοπάτι τους. Λουλούδια παντού. Τόσα λουλούδια, που γέμιζαν τον κήπο χρώματα. Μερικά τα ήξερε —υπήρχαν λαμπερά χρυσά ηλιολούλουδα και μικρούλικα ροζ νυχάκια, πορφυρές αστροφεγγιές και λουλακιές Δόξες του Έμοντ, τριαντάφυλλα σ’ όλα τα χρώματα, από το πιο αγνό λευκό ως το πιο βαθύ κόκκινο― όμως υπήρχαν άλλα τόσο παράξενα, με τόσο πολυποίκιλα σχήματα και αποχρώσεις, που αναρωτήθηκε αν ήταν αληθινά.
“Είναι πράσινα”, ψιθύρισε. “Πράσινα”. Οι στρατιώτες κάτι μουρμούρισαν αναμεταξύ τους. Ο Τάλανβορ τους έριξε μια αιχμηρή ματιά πάνω από τον ώμο του κι αυτοί σώπασαν.
“Δουλειά της Ελάιντα”, είπε αφηρημένα ο Γκάγουιν.
“Δεν είναι σωστό”, είπε η Ηλαίην. “Με ρώτησε, αν ήθελα να διαλέξω εγώ ένα αγρόκτημα για το οποίο μπορούσε να κάνει το ίδιο, αλλά και πάλι, δεν είναι σωστό να έχουμε εμείς λουλούδια τη στιγμή που υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν να φάνε”. Ανάσανε βαθιά και ανέκτησε την ψυχραιμία της. “Μην ξεχαστείς”, είπε κοφτά στον Ραντ. “Μίλα καθαρά όταν σου μιλήσει και μετά κράτα το στόμα σου κλειστό. Και πρόσεχε εμένα. Όλα θα πάνε καλά”.
Ο Ραντ ευχήθηκε να είχε την αυτοπεποίθησή της. Θα ήταν πιο εύκολο, αν έμοιαζε να έχει την ίδια αυτοπεποίθηση και ο Γκάγουιν. Καθώς ο Τάλανβορ τους έμπαζε στο Παλάτι, ο Ραντ κοίταξε πίσω του τον κήπο, την πρασινάδα που ήταν γεμάτη μπουμπούκια, τα χρώματα, που είχε σμιλέψει το χέρι μιας Άες Σεντάι για μια Βασίλισσα. Ήταν σε βαθιά νερά και πουθενά δεν έβλεπε ακτή.