Выбрать главу

Υπηρέτες του Παλατιού γέμιζαν τους διαδρόμους, τρέχοντας, απορροφημένοι από δουλειές που δεν φαινόταν πάντα τι ήταν, φορώντας κόκκινες λιβρέες και άσπρα μανικέτια, με το Άσπρο Λιοντάρι στο αριστερό στήθος στις τουνίκες τους. Όταν οι στρατιώτες περνούσαν με την Ηλαίην και τον Γκάγουιν και τον Ραντ ανάμεσά τους, όλοι στέκονταν ακίνητοι για να κοιτάξουν χάσκοντας.

Σ’ όλο αυτό το σούσουρο, ένας γάτος με γκρίζες ρίγες φάνηκε να περιπλανιέται αμέριμνα πιο κάτω στο διάδρομο, περνώντας ανάμεσα από τους γουρλωμένους υπηρέτες. Ξαφνικά ο γάτος του φάνηκε παράξενος. Ήταν στο Μπάερλον αρκετό καιρό και ήξερε ότι ακόμα και το πιο άθλιο μαγαζάκι είχε γάτες, που ενέδρευαν σε όλες τις γωνιές. Από τη στιγμή που είχε μπει στο Παλάτι, αυτός ο γάτος ήταν ο μόνος που είχε δει.

“Δεν έχετε ποντίκια;” Ρώτησε, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει. Ποντίκια υπήρχαν παντού.

“Της Ελάιντα δεν της αρέσουν οι γάτες”, μουρμούρισε αφηρημένα ο Γκάγουιν. Κοίταζε συνοφρυωμένος το διάδρομο και προφανώς έβλεπε ήδη με το νου του την επερχόμενη συνάντηση τους με τη Βασίλισσα. “Δεν έχουμε καθόλου ποντίκια”.

“Κάντε ησυχία εσείς οι δύο”. Η φωνή της Ηλαίην ήταν απότομη, αλλά μιλούσε εξίσου αφηρημένα με τον αδερφό της. “Προσπαθώ να σκεφτώ”.

Ο Ραντ συνέχισε να κοιτάζει το γάτο πάνω από τον ώμο του, ώσπου οι στρατιώτες έστριψαν τη γωνία, κρύβοντας το γάτο. Τελικά ο νεαρός αξιωματικός σταμάτησε μπροστά σε μια ψηλή δίφυλλη πόρτα από σκούρο ξύλο που θαμπόλαμπε· δεν ήταν τόσο μεγαλοπρεπής όσο μερικές άλλες που είχαν περάσει, αλλά ήταν γεμάτη σειρές από σκαλισμένα λιοντάρια με λεπτοδουλεμένες λεπτομέρειες. Σε κάθε πλευρά της στεκόταν κι ένας υπηρέτης με λιβρέα.

“Τουλάχιστον δεν είναι η Μεγάλη Αίθουσα”. Ο Γκάγουιν γέλασε ταραγμένα. “Δεν άκουσα ποτέ να διατάζει από εδώ μέσα η Μητέρα αποκεφαλισμό”. Έμοιαζε σαν να σκεφτόταν ότι υπήρχε πρώτη φορά για όλα.

Ο Τάλανβορ άπλωσε το χέρι του για να πάρει το σπαθί του Ραντ, αλλά η Ηλαίην προχώρησε για να τον εμποδίσει. “Είναι καλεσμένος μου και, σύμφωνα με το νόμο και το έθιμο, οι καλεσμένοι της βασιλικής οικογένειας μπορούν να φέρουν όπλα, ακόμα και μπροστά στη μητέρα μου. Ή μήπως θα αρνηθείς το λόγο μου ότι είναι καλεσμένος μου;”

Ο Τάλανβορ δίστασε, το βλέμμα του αντάμωσε το δικό της και έπειτα ένευσε. “Πολύ καλά, Αρχόντισσά μου”. Εκείνη χαμογέλασε στον Ραντ, καθώς ο Τάλανβορ οπισθοχωρούσε, αλλά κράτησε μονάχα μια στιγμή, “Ο πρώτος ζυγός να με συνοδεύσει”, διέταξε ο Τάλανβορ. “Αναγγείλτε την Αρχόντισσα Ηλαίην και τον Άρχοντα Γκάγουιν στη Μεγαλειοτάτη”, είπε στους πυλωρούς. “Κι επίσης τον Φρουρό-Υπολοχαγό Τάλανβορ, κατόπιν διαταγής της Μεγαλειοτάτης, με τον εισβολέα υπό φρούρηση”.

Η Ηλαίην αγριοκοίταξε τον Τάλανβορ, αλλά οι πόρτες άνοιγαν. Μια μελωδική φωνή ακούστηκε να αναγγέλλει ποιοι έρχονταν.

Η Ηλαίην πέρασε με μεγαλοπρέπεια τις πόρτες και χάλασε τη βασιλική είσοδο της λιγάκι μόνο, καθώς έκανε νόημα στον Ραντ να την έχει από κοντά. Ο Γκάγουιν ίσιωσε τους ώμους και μπήκε με μεγάλες δρασκελιές, ακριβώς ένα βήμα πίσω της. Ο Ραντ τους ακολούθησε, κρατώντας, διστακτικά, την ίδια απόσταση με τον Γκάγουιν πίσω από την Ηλαίην στην άλλη πλευρά. Ο Τάλανβορ έμεινε κοντά στον Ραντ και δέκα στρατιώτες μπήκαν μαζί του. Οι πόρτες έκλεισαν σιωπηλά πίσω τους.

Ξαφνικά η Ηλαίην έκανε μια βαθιά γονυκλισία, υποκλινόμενη ταυτόχρονα από το ύψος της μέσης προς τα κάτω, κι έμεινε εκεί, κρατώντας απλωμένη τη φούστα της. Ο Ραντ τινάχτηκε και μετά μιμήθηκε γοργά τον Γκάγουιν και τους άλλους άνδρες, αλλάζοντας αμήχανα στάση μέχρι να την πετύχει σωστά. Στο δεξί γόνατο, με το κεφάλι γερμένο, σκύβοντας μπροστά για να πιέσει τις αρθρώσεις του δεξιού χεριού του στα μαρμάρινα πλακάκια, με το αριστερό του χέρι να αγγίζει την άκρη της λαβής του σπαθιού του. Ο Γκάγουιν, που δεν είχε σπαθί, ακουμπούσε το εγχειρίδιό του με τον ίδιο τρόπο.

Ο Ραντ έδινε συγχαρητήρια στον εαυτό του που τα είχε καταφέρει, όταν πρόσεξε τον Τάλανβορ, με το κεφάλι ακόμα σκυμμένο, που είχε γυρίσει λιγάκι και τον αγριοκοίταζε πίσω από το κλουβί της προσωπίδας του. Έπρεπε να κάνω κάτι άλλο; Ξαφνικά θύμωσε με τον Τάλανβορ, που περίμενε να ξέρει τι θα έπρεπε να κάνει τη στιγμή που δεν του το είχε πει κανείς. Και θύμωσε που φοβόταν τους φρουρούς. Δεν είχε κάνει τίποτα για το οποίο να φοβάται. Ήξερε ότι ο φόβος του δεν ήταν σφάλμα του Τάλανβορ, αλλά πάντως ήταν θυμωμένος μαζί του.

Όλοι έμειναν στην ίδια στάση, παγωμένοι, σαν να περίμεναν να τους ξεπαγώσει η άνοιξη. Δεν ήξερε τι περίμεναν, αλλά εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία να μελετήσει το μέρος στο οποίο τον είχαν φέρει. Συνέχισε να σκύβει το κεφάλι, όμως γυρνώντας το λιγάκι μόνο, για να δει. Ο Τάλανβορ μούτρωσε ακόμα περισσότερο, αλλά ο Ραντ τον αγνόησε.