Ο τετράγωνος θάλαμος είχε περίπου το μέγεθος της κοινής αίθουσας της Ευλογίας της Βασίλισσας, με τοίχους γεμάτους ανάγλυφα σε κατάλευκες πέτρες, τα οποία είχαν σκηνές κυνηγιού. Οι κουρτίνες ανάμεσα στα ανάγλυφα είχαν εικόνες που ξεκούραζαν τα μάτια, δείχνοντας πολύχρωμα λουλούδια και πουλιά με λαμπρό φτέρωμα, με εξαίρεση τις δύο στο βάθος της αίθουσας, που έδειχναν σε πορφυρό φόντο το Άσπρο Λιοντάρι να στέκεται ψηλότερο από άνθρωπο. Εκείνες οι δύο πλαισίωναν ένα βάθρο και στο βάθρο υπήρχε ένας σμιλεμένος και χρυσοστόλιστος θρόνος, όπου καθόταν η Βασίλισσα.
Ένας ογκώδης και γεροδεμένος άνδρας στεκόταν με γυμνά τα χέρια στα δεξιά της Βασίλισσας, φορώντας τα κόκκινα χρώματα των Φρουρών της Βασίλισσας, με τέσσερις χρυσούς κόμπους στον ώμο του μανδύα του και πλατιές χρυσές λωρίδες, που έκαναν αντίθεση στο λευκό χρώμα των μανικιών του. Οι κρόταφοί του είχαν γκριζάρει, αλλά φαινόταν σκληρός και ανυποχώρητος σαν βράχος. Αυτός πρέπει να ήταν ο Στρατηγός, ο Γκάρεθ Μπράυν. Πίσω από το θρόνο, στην άλλη πλευρά, μια γυναίκα με βαθυπράσινο μεταξωτό φόρεμα καθόταν σ’ ένα χαμηλό σκαμνί, πλέκοντας κάτι με σκούρο, σχεδόν μαύρο μαλλί. Ο Ραντ, στην αρχή, την πέρασε για γρια εξαιτίας του πλεκτού, αλλά, όταν την ξανακοίταξε, βρήκε ότι δεν μπορούσε να υπολογίσει καθόλου την ηλικία της. Νέα, ηλικιωμένη, δεν ήξερε να πει. Η προσοχή της έμοιαζε στραμμένη στις βελόνες και στην κούκλα του μαλλιού, σαν να μην υπήρχε μια Βασίλισσα μπροστά της σε απόσταση αναπνοής. Ήταν όμορφη γυναίκα, έδειχνε εξωτερικά γαλήνια, αλλά η αυτοσυγκέντρωση της είχε κάτι το τρομακτικό. Στο δωμάτιο δεν ακουγόταν άλλος ήχος, πέρα από το κλικ-κλικ που έκαναν οι βελόνες της.
Ο Ραντ προσπαθούσε να δει τα πάντα, όμως το βλέμμα του συνεχώς ξαναγυρνούσε στη γυναίκα με το λαμπερό στεφάνι από λεπτοδουλεμένα τριαντάφυλλα στο μέτωπό της, το Στέμμα των Ρόδων του Αντορ. Μια μακριά κόκκινη εσάρπα με το Λιοντάρι του Άντορ σκέπαζε το μεταξωτό φόρεμά της με τις κόκκινες και άσπρες πιέτες κι όταν άπλωσε το αριστερό χέρι για να αγγίξει το μπράτσο του Στρατηγού, στο δάχτυλο της λαμπύρισε ένα δαχτυλίδι, στο σχήμα του Μεγάλου Ερπετού που έτρωγε την ουρά του. Αλλά αυτό που τραβούσε και ξανατραβούσε το βλέμμα του Ραντ δεν ήταν η μεγαλοπρέπεια των ρούχων ή των κοσμημάτων, ή έστω του στέμματος: ήταν η γυναίκα που τα φορούσε.
Η Μοργκέις είχε την ομορφιά της κόρης της, μεστή και ώριμη. Το πρόσωπο και η μορφή της, η παρουσία της, γέμιζαν την αίθουσα σαν φως, που έκανε τους δύο δίπλα της να μοιάζουν αμελητέοι. Αν ήταν χήρα στο Πεδίο του Έμοντ, θα είχε μια μεγάλη ουρά από μνηστήρες έξω από την πόρτα της, ακόμα κι αν ήταν η χειρότερη μαγείρισσα και η πιο τσαπατσούλα νοικοκυρά στους Δύο Ποταμούς. Την είδε να τον κοιτάζει εξεταστικά και έσκυψε το κεφάλι του, φοβούμενος μήπως κατάφερνε να διαβάσει τις σκέψεις του από το πρόσωπό του. Φως μου, σκέφτεσαι για τη Βασίλισσα σαν να ’ταν γυναίκα τον χωριού! Βλάκα!
“Μπορείτε να σηκωθείτε”, είπε η Μοργκέις με βαθιά, ζεστή φωνή, που είχε εκατό φορές τη βεβαιότητα της Ηλαίην ότι θα την υπακούσουν.
Ο Ραντ σηκώθηκε μαζί με τους άλλους.
“Μητέρα-” άρχισε να λέει η Ηλαίην, αλλά η Μοργκέις την έκοψε.
“Μου φαίνεται πως σκαρφάλωνες σε δέντρα, κόρη μου”. Η Ηλαίην ξεκόλλησε ένα κομμάτι φλοιού από το φόρεμά της και βρίσκοντας πως δεν είχε μέρος να το βάλει, το έσφιξε στη χούφτα της. “Και μάλιστα”, συνέχισε γαλήνια η Μοργκέις, “φαίνεται πως, παρά τις διαταγές μου περί του αντιθέτου, προσπάθησες να δεις τον Λογκαίν. Γκάγουιν, άλλη γνώμη είχα για σένα. Πρέπει να μάθεις όχι μόνο να υπακούς στην αδελφή σου, αλλά επίσης να της είσαι αντίβαρο στην καταστροφή”. Το βλέμμα της Βασίλισσας γύρισε στον γεροδεμένο άνδρα δίπλα της και ξανάφυγε βιαστικά. Ο Μπράυν παρέμεινε ατάραχος, σαν να μην το είχε προσέξει, αλλά ο Ραντ σκέφτηκε πως αυτά τα μάτια πρόσεχαν τα πάντα. “Αυτό, Γκάγουιν, είναι ένα από τα καθήκοντα του Πρώτου Πρίγκιπα, όπως είναι και το να οδηγεί τις στρατιές του Αντορ. Ίσως, αν εντατικοποιηθεί η εκπαίδευση σου, να έχεις λιγότερο χρόνο για να σε παρασέρνει η αδελφή σου σε μπλεξίματα. Θα ζητήσω από τον Στρατηγό να φροντίσει ώστε πάντα να έχεις κάτι να κάνεις, καθώς θα ταξιδεύετε προς το βορρά”.
Ο Γκάγουιν κούνησε ελαφρά τα πόδια του, σαν να ήταν έτοιμος να διαμαρτυρηθεί, αλλά ύστερα έγειρε το κεφάλι. “Όπως διατάζεις, μητέρα”.
Η Ηλαίην έκανε μια γκριμάτσα. “Μητέρα, ο Γκάγουιν δεν μπορεί να με προστατέψει από τα μπλεξίματα, αν δεν είναι μαζί μου. Γι’ αυτό το λόγο και μόνο βγήκε από τα δωμάτιά του. Μητέρα, σίγουρα δεν είναι κακό να ρίξει κανείς μια απλή ματιά στον Λογκαίν. Σχεδόν όλοι στην πόλη ήταν πιο κοντά του απ’ όσο εμείς”.