“Οι άλλοι δεν είναι η Κόρη-Διάδοχος”. Η φωνή της Βασίλισσας ήταν σαν να έκρυβε μαχαίρι μέσα της. “Είδα από κοντά αυτόν τον άνθρωπο και είναι επικίνδυνος, παιδί μου. Στο κλουβί, με Άες Σεντάι να τον φυλάνε κάθε στιγμή, είναι ακόμα επικίνδυνος σαν λύκος. Μακάρι να μην τον είχαν φέρει καν κοντά στο Κάεμλυν”.
“Θα τον φροντίσουμε στην Ταρ Βάλον”. Η γυναίκα στο σκαμνί δεν είχε πάρει το βλέμμα της από το πλεκτό της καθώς μιλούσε. “Το σημαντικό είναι να δει ο κόσμος ότι το Φως, άλλη μια φορά, κατατρόπωσε το Σκοτάδι. Και να δουν ότι είσαι κι εσύ μέρος αυτής της νίκης, Μοργκέις”.
Η Μοργκέις το απέρριψε αυτό με μια κίνηση του χεριού. “Θα προτιμούσα να μην είχε πλησιάσει το Κάεμλυν. Ηλαίην, ξέρω τι σκέφτεσαι”.
“Μητέρα”, διαμαρτυρήθηκε η Ηλαίην, “θέλω να σε υπακούω. Στ’ αλήθεια”.
“Ναι;” ρώτησε η Μοργκέις με προσποιητή έκπληξη κι έπειτα γέλασε πνιχτά. “Ναι, προσπαθείς να είσαι μια φρόνιμη θυγατέρα. Αλλά συνεχώς δοκιμάζεις να δεις ως πού μπορείς να φτάσεις. Ε, τα ίδια έκανα κι εγώ με τη μητέρα μου. Αυτή η νοοτροπία θα σε βοηθήσει όταν ανέβεις στο θρόνο, αλλά ακόμα δεν έγινες Βασίλισσα, παιδί μου. Με παράκουσες και είδες τον Λογκαίν. Ας είσαι ικανοποιημένη γι’ αυτό. Στο ταξίδι προς το βορρά δεν θα σου επιτραπεί να τον πλησιάσεις πιο κοντά από εκατό απλωσιές, ούτε εσύ ούτε ο Γκάγουιν. Αν δεν ήξερα πόσο σκληρά είναι τα μαθήματα στην Ταρ Βάλον, θα έστελνα μαζί σου τη Λίνι για να σου κρατά τα λουριά. Εκείνη, τουλάχιστον, φαίνεται ότι μπορεί να σε βάλει να κάνεις αυτό που πρέπει”.
Η Ηλαίην έσκυψε το κεφάλι μουτρωμένη.
Η γυναίκα πίσω από το θρόνο έμοιαζε απορροφημένη, καθώς μετρούσε τους πόντους της. “Σε μια βδομάδα”, είπε, “θα θέλεις να γυρίσεις στη μητέρα σου. Σε ένα μήνα, θα θέλεις να το σκάσεις μαζί με τους Ταξιδιώτες. Αλλά οι αδελφές μου θα σε κρατήσουν μακριά από τον άπιστο. Αυτά τα πράγματα ακόμα δεν είναι για σένα”. Γύρισε απότομα για να κοιτάξει την Ηλαίην κι όλη η γαλήνη της είχε χαθεί, σαν να μην υπήρχε ποτέ. “Το έχεις μέσα σου για να γίνεις η σπουδαιότερη Βασίλισσα που γνώρισε ποτέ το Άντορ, που γνώρισε ποτέ οποιαδήποτε χώρα εδώ και χίλια χρόνια. Μ’ αυτό το σκοπό θα σε πλάσουμε, αν έχεις τη δύναμη”.
Ο Ραντ την κοίταζε. Πρέπει να ήταν η Ελάιντα, η Άες Σεντάι. Ξαφνικά χάρηκε που δεν είχε έρθει σ’ αυτήν για βοήθεια, όποιο κι αν ήταν το Άτζα της. Ακτινοβολούσε αυστηρότητα, πολύ μεγαλύτερη από τη Μουαραίν. Μερικές φορές σκεφτόταν ότι η Μουαραίν ήταν σαν ατσάλι σκεπασμένο με βελούδο· στην Ελάιντα, το βελούδο ήταν μονάχα ψευδαίσθηση.
“Αρκετά, Ελάιντα”, είπε η Μοργκέις και έσμιξε τα φρύδια ταραγμένη. “Αυτά τα άκουσε και τα ξανάκουσε. Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει”. Έμεινε σιωπηλή για μια στιγμή, κοιτάζοντας την κόρη της. “Τώρα υπάρχει το πρόβλημα αυτού του νεαρού”, είπε, δείχνοντας τον Ραντ, χωρίς να τραβήξει το βλέμμα από το πρόσωπο της Ηλαίην. “Πώς και γιατί ήρθε εδώ και γιατί ισχυρίστηκες στον αδελφό σου ότι ο νεαρός ήταν καλεσμένος σου”.
“Μπορώ να μιλήσω, μητέρα;” Όταν η Μοργκέις ένευσε, η Ηλαίην είπε τα γεγονότα με απλότητα, από τη στιγμή που πρωτοείδε τον Ραντ να σκαρφαλώνει την πλαγιά του τοίχου. Ο Ραντ περίμενε πως θα κατέληγε διακηρύσσοντας την αθωότητα των πράξεων της, αλλά η Ηλαίην είπε, “Μητέρα, συχνά μου λες ότι πρέπει να ξέρω το λαό μας, από τους πιο υψηλούς ως τους πιο ταπεινούς, αλλά, κάθε φορά που συναντώ κάποιον, υπάρχουν πάντα δέκα ακόλουθοι. Πώς μπορώ να μάθω κάτι πραγματικό ή αληθινό, υπό αυτές τις συνθήκες; Μιλώντας μ’ αυτόν τον νεαρό, έμαθα ήδη περισσότερα για το λαό των Δύο Ποταμών, για το τι είδους άνθρωποι είναι εκεί, απ’ όσα θα μάθαινα ποτέ από τα βιβλία. Κάτι σημαίνει το ότι ήρθε τόσο μακριά και φόρεσε το κόκκινο, όταν τόσοι νεοφερμένοι φορούν το άσπρο από φόβο. Μητέρα, σε ικετεύω να μην κακομεταχειριστείς έναν πιστό υπήκοό μας, κάποιον που μου έμαθε τόσα πολλά για τους ανθρώπους που κυβερνάς”.
“Πιστό υπήκοό μας από τους Δύο Ποταμούς”. Η Μοργκέις αναστέναξε. “Παιδί μου, πρέπει να δίνεις μεγαλύτερη προσοχή σ’ αυτά τα βιβλία Οι Δύο Ποταμοί δεν έχουν δει φοροεισπράκτορα εδώ και έξι γενιές και Φρουρό της Βασίλισσας εδώ και επτά. Τολμώ να πω ότι σπάνια θυμούνται πως είναι μέρος του Βασιλείου”. Ο Ραντ σήκωσε τους ώμους αμήχανα, καθώς θυμόταν τι έκπληξη είχε νιώσει όταν είχε πρωτακούσει ότι οι Δύο Ποταμοί ήταν μέρος του Βασιλείου του Αντορ. Η Βασίλισσα τον είδε και χαμογέλασε πικρόχολα προς τη θυγατέρα της. “Βλέπεις, παιδί μου;”
Ο Ραντ αντιλήφθηκε πως η Ελάιντα είχε αφήσει κάτω το κέντημα της και τον μελετούσε. Σηκώθηκε από το σκαμνί της, κατέβηκε αργά από το βάθρο και στάθηκε μπροστά του. “Από τους Δύο Ποταμούς;” είπε. Άπλωσε το χέρι της στο κεφάλι του· εκείνος τραβήχτηκε από το άγγιγμά της κι εκείνη χαμήλωσε το χέρι. “Με τέτοια κόκκινα μαλλιά, με γκρίζα μάτια; Οι άνθρωποι των Δύο Ποταμών έχουν μελαχρινά μαλλιά και μαύρα μάτια και σπάνια είναι τόσο ψηλοί”. Το χέρι της τινάχτηκε και σήκωσε το μανίκι του παλτού του, αποκαλύπτοντας χλωμό δέρμα στα σημεία που ο ήλιος δεν έφτανε συχνά. “Ούτε έχουν τέτοια επιδερμίδα”.