Δυσκολεύτηκε πολύ να μη σφίξει τα χέρια του γροθιές. “Γεννήθηκα στο Πεδίο του Έμοντ”, είπε μουδιασμένα. “Η μητέρα μου ήταν ξενομερίτισσα· από αυτήν πήρα τα μάτια μου. Ο πατέρας μου είναι ο Ταμ αλ’Θορ, βοσκός κι αγρότης, όπως κι εγώ”.
Η Ελάιντα ένευσε αργά, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από το πρόσωπό του. Εκείνος της το αντιγύρισε αταλάντευτα, παρά την ξινίλα που ένιωθε στο στομάχι του. Την είδε που πρόσεχε πόσο σταθερά την κοιτούσε. Με τα μάτια της ακόμα στραμμένα στα δικά του, άπλωσε το χέρι της αργά προς το μέρος του. Ο Ραντ αποφάσισε αυτή τη φορά να μην κάνει κανέναν μορφασμό.
Η Ελάιντα άγγιξε το σπαθί του αυτή τη φορά και το χέρι της έκλεισε γύρω από τη λαβή του στο πάνω μέρος της. Τα δάχτυλά της σφίχτηκαν και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη. “Ένας βοσκός από τους Δύο Ποταμούς”, είπε με απαλή φωνή, με ψίθυρο, έτσι ειπωμένο ώστε να ακουστεί απ’ όλους, “που έχει σπαθί με το σήμα του ερωδιού”.
Οι τελευταίες λέξεις της επέδρασαν στην αίθουσα σαν να είχε αναγγείλει τον Σκοτεινό. Δέρμα και μέταλλο έτριξαν πίσω από τον Ραντ, μπότες σύρθηκαν στα μαρμάρινα πλακάκια. Με την άκρη του ματιού του είδε τον Τάλανβορ και άλλον έναν φρουρό να οπισθοχωρούν για να έχουν χώρο, με τα χέρια στα σπαθιά, έτοιμοι να τα τραβήξουν και, σύμφωνα με την έκφραση στο πρόσωπό τους, έτοιμοι να πεθάνουν. Ο Γκάρεθ Μπράυν με δυο γοργές δρασκελιές βρέθηκε μπροστά στο βάθρο, ανάμεσα στον Ραντ και τη Βασίλισσα Ακόμα και ο Γκάγουιν έβαλε το σώμα του μπροστά στην Ηλαίην, μ’ ένα ανήσυχο βλέμμα στο πρόσωπο και το χέρι πάνω στο εγχειρίδιο. Η Ηλαίην τον κοίταζε σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά. Η έκφραση της Μοργκέις δεν άλλαξε, αλλά τα χέρια της σφίχτηκαν στα χρυσοστόλιστα μπράτσα του θρόνου της.
Μόνο η Ελάιντα έδειξε ν’ αντιδρά λιγότερο από τη Βασίλισσα. Η Άες Σεντάι δεν έδειξε το παραμικρό σημάδι πως είχε πει κάτι ασυνήθιστο. Πήρε το χέρι της από το σπαθί του, κάνοντας τους στρατιώτες ακόμα πιο νευρικούς. Τα μάτια της έμειναν στραμμένα στα δικά του, ατάραχα, υπολογιστικά.
“Μα παραείναι νέος”, είπε η Μοργκέις, με ανέκφραστη φωνή, “για να έχει κερδίσει λεπίδα με το σήμα του ερωδιού. Δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τον Γκάγουιν”.
“Του ανήκει”, είπε ο Γκάρεθ Μπράυν.
Η Βασίλισσα τον κοίταξε έκπληκτη. “Πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό;”
“Δεν ξέρω, Μοργκέις”, είπε αργά ο Μπράυν. “Παραείναι νέος, αλλά του ανήκει, κι αυτός σ’ αυτήν. Κοίταξε τα μάτια του. Κοίταξε πώς στέκει, πώς του ταιριάζει το σπαθί και πώς αυτός ταιριάζει στο σπαθί. Παραείναι νέος, αλλά το σπαθί είναι δικό του”.
Όταν ο Στρατηγός σιώπησε, η Ελάιντα είπε, “Πώς απέκτησες το σπαθί, Ραντ αλ’Θορ από τους Δύο Ποταμούς;” Το είπε σαν να αμφέβαλλε τόσο για το όνομά του, όσο και για το μέρος απ’ όπου ερχόταν.
“Μου το έδωσε ο πατέρας μου”, είπε ο Ραντ. “Ήταν δικό του. Σκέφτηκε παις θα χρειαζόμουν σπαθί στον έξω κόσμο”.
“Αλλος ένας βοσκός από τους Δύο Ποταμούς με λεπίδα με το σήμα του ερωδιού”. Το χαμόγελο της Ελάιντα έκανε το στόμα του να στεγνώσει. “Πότε έφτασες στο Κάεμλυν;”
Είχε βαρεθεί να λέει σ’ αυτή τη γυναίκα την αλήθεια. Τον φόβιζε όπως οι Σκοτεινόφιλοι. Ήταν καιρός να ξανακρυφτεί. “Σήμερα”, είπε. “Τώρα το πρωί”.
“Πάνω στην ώρα”, μουρμούρισε εκείνη. “Πού μένεις; Μην πεις ότι ακόμα δεν βρήκες κάπου δωμάτιο. Δείχνεις ταλαιπωρημένος, αλλά πρόλαβες να πλυθείς και να τακτοποιηθείς. Πού;”
“Στο Στέμμα και το Λιοντάρι”. Θυμήθηκε που είχε περάσει μπροστά από το Στέμμα και το Λιοντάρι ψάχνοντας για την Ευλογία της Βασίλισσας. Ήταν μακριά από το πανδοχείο του αφέντη Γκιλ, στην άλλη άκρη της πόλης. “Έχω κρεβάτι εκεί. Στη σοφίτα”. Είχε την αίσθηση ότι η Ελάιντα ήξερε πως της έλεγε ψέματα, αλλά εκείνη απλώς ένευσε.
“Πόσο πιθανό είναι αυτό;” είπε η Ελάιντα, “Σήμερα φέρνουν τον άπιστο στο Κάεμλυν. Σε δυο μέρες θα τον πάνε στην Ταρ Βάλον και μαζί του θα πάει και η Κόρη-Διάδοχος για να εκπαιδευθεί. Και πάνω σ’ αυτή τη συγκυρία εμφανίζεται ένας νεαρός στους κήπους του Παλατιού, υποστηρίζοντας πως είναι πιστός υπήκοος από τους Δύο Ποταμούς...”
“Είμαι από τους Δύο Ποταμούς”. Όλοι τον κοίταζαν, μα όλοι τον αγνοούσαν. Όλοι εκτός από τον Τάλανβορ και τους φρουρούς· αυτοί δεν ανοιγόκλειναν καν τα μάτια.