Выбрать главу

“...με μια ιστορία φτιαγμένη για να δελεάσει την Ηλαίην και μια λεπίδα με το σήμα του ερωδιού. Δεν φορά περιβραχιόνιο, ή κονκάρδα σε καπέλο για να δείξει πού πρόσκειται, αλλά ντύνει το σπαθί για κρύψει τον ερωδιό από τα περίεργα μάτια. Πόσο πιθανό είναι αυτό, Μοργκέις;”

Η Βασίλισσα έκανε νόημα στον Στρατηγό να κάνει στην άκρη, κι όταν αυτός παραμέρισε εκείνη μελέτησε τον Ραντ με μια μπερδεμένη έκφραση. Όταν όμως μίλησε, απευθύνθηκε προς την Ελάιντα. “Για τι τον κατηγορείς; Για Σκοτεινόφιλο; Για οπαδό του Λογκαίν,”

“Ο Σκοτεινός σαλεύει στο Σάγιολ Γκουλ”, απάντησε η Άες Σεντάι. “Η Σκιά πέφτει στο Σχήμα και το μέλλον ισορροπεί στη μύτη μιας βελόνας. Αυτός ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος”.

Ξαφνικά η Ηλαίην προχώρησε κι έπεσε στα γόνατα μπροστά στο θρόνο. “Μητέρα, σε ικετεύω να μην του κάνεις κακό. Θα έφευγε αμέσως, αν δεν τον είχα εμποδίσει. Ήθελε να φύγει. Εγώ τον ανάγκασα να μείνει. Δεν μπορώ να πιστέψω πως είναι Σκοτεινόφιλος”.

Η Μοργκέις κούνησε το χέρι για να καθησυχάσει την κόρη της, αλλά το βλέμμα της δεν έφυγε από τον Ραντ. “Είναι Πρόβλεψη, Ελάιντα; Διαβάζεις το Σχήμα; Λες ότι σου έρχεται όταν δεν το περιμένεις και φεύγει ξαφνικά όπως έρχεται Αν είναι Πρόβλεψη, Ελάιντα, σε προστάζω να πεις την αλήθεια καθαρά, χωρίς, όπως συνηθίζεις, να την τυλίξεις σε τόσα μυστήρια, που να μην μπορεί να πει κανείς αν είπες ναι ή όχι. Μίλα. Τι βλέπεις;”

“Να τι Προλέγω”, απάντησε η Ελάιντα, “και ορκίζομαι κάτω από το Φως ότι δεν μπορώ να μιλήσω πιο καθαρά. Από δω και πέρα το Άντορ βαδίζει προς τον πόνο και το διχασμό. Η Σκιά θα σκοτεινιάσει πολύ ακόμα και δεν μπορώ να δω αν θα την ακολουθήσει το Φως. Εκεί που ο κόσμος έχυσε ένα δάκρυ, τώρα θα χυθούν χιλιάδες. Να τι Προλέγω”.

Ένα πέπλο σιωπής έπεσε στο δωμάτιο και την έσπασε μονάχα η Μοργκέις, που άφησε την ανάσα της να βγει σαν να ’ταν η τελευταία της.

Η Ελάιντα συνέχισε να κοιτάζει τον Ραντ κατάματα. Ξαναμίλησε, σχεδόν χωρίς να κουνά τα χείλη, τόσο απαλά, που αυτός μόλις που την άκουσε, αν και στεκόταν τόσο κοντά, που αν άπλωνε το χέρι του θα την άγγιζε. “Να τι άλλο Προλέγω. Πόνος και διχασμός θα χυθούν σ’ ολόκληρο τον κόσμο κι αυτός ο άνθρωπος στέκει στην καρδιά του. Υπακούω στη Βασίλισσα”, του ψιθύρισε, “και το λέω καθαρά”.

Ο Ραντ ένιωσε σαν να είχαν ριζώσει τα πόδια του στο μαρμάρινο πάτωμα. Η παγωνιά και η σκληράδα από τις πλάκες ανηφόρισαν στα πόδια του κι έστειλαν ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά του. Κανένας άλλος δεν θα το είχε ακούσα. Όμως η Ελάιντα ακόμα τον κοίταζε και το είχε ακούσει αυτός.

“Είμαι βοσκός”, είπε ο Ραντ για να το ακούσει ολόκληρη η αίθουσα. “Από τους Δύο Ποταμούς. Βοσκός”.

“Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει”, είπε δυνατά η Ελάιντα και ο Ραντ δεν ήξερε αν είχε μια νότα χλευαστική ο τόνος της, ή όχι.

“Άρχοντα Γκάρεθ”, είπε η Μοργκέις, “χρειάζομαι τη συμβουλή του Στρατηγού μου”.

Ο γεροδεμένος άνδρας κούνησε το κεφάλι. “Η Ελάιντα Σεντάι λέει ότι το παλικάρι είναι επικίνδυνο, Βασίλισσά μου, κι αν μπορούσε να μας πει κι άλλα θα έλεγα να καλέσουμε τον δήμιο. Μα, το μόνο που μας είπε είναι ό,τι μπορούμε να δούμε κι εμείς με τα μάτια μας. Δεν υπάρχει ούτε ένας αγρότης στην ύπαιθρο, που να μην λέει ότι η κατάσταση θα χειροτερέψει, χωρίς Πρόβλεψη. Εγώ, προσωπικά, πιστεύω ότι το παιδί είναι εδώ εντελώς κατά τύχη, παρ’ όλο που γι’ αυτόν η τύχη ήταν κακή. Για να είμαστε ασφαλείς, Βασίλισσά μου, λέω να τον πετάξουμε στο μπουντρούμι, μέχρι να φύγουν μακριά από το Κάεμλυν η Αρχόντισσα Ηλαίην και ο Άρχοντας Γκάγουιν και μετά να τον αφήσουμε ελεύθερο. Εκτός αν έχεις κι άλλα να Προβλέψεις γι’ αυτόν, Άες Σεντάι;”

“Είπα όσα διάβασα στο Σχήμα, Στρατηγέ”, είπε η Ελάιντα. Έστειλε ένα μοχθηρό χαμόγελο στον Ραντ, ένα χαμόγελο χωρίς καν να ανοίξει τα χείλη της, κοροϊδεύοντας τον επειδή ο Ραντ δεν μπορούσε να πει πως δεν έλεγε την αλήθεια. “Δεν θα πάθει τίποτα, αν μείνει μερικές βδομάδες φυλακισμένος και ίσος μου δοθεί η ευκαιρία να μάθω κι άλλα”. Τα μάτια της φάνηκαν πεινασμένα κι ο Ραντ ένιωσε παγωμένο ρίγος. “Ίσως να υπάρξει κι άλλη Πρόβλεψη”.

Για λίγη ώρα η Μοργκέις στάθηκε συλλογισμένη, με τη χούφτα στο πηγούνι και τον αγκώνα στο μπράτσο του θρόνου της. Ο Ραντ θα κουνούσε νευρικά τα πόδια μπροστά στο κατσουφιασμένο βλέμμα της, αν μπορούσε να σαλέψει, αλλά τα μάτια της Μοργκέις τον είχαν κάνει να παγώσει. Τελικά, η Βασίλισσα μίλησε.

“Οι υποψίες πνίγουν το Κάεμλυν, ίσως ολόκληρο το Άντορ. Ο φόβος και οι μαύρες υποψίες. Οι γυναίκες καταγγέλλουν τους γείτονές τους σαν Σκοτεινόφιλους. Οι άνδρες ζωγραφίζουν το Δόντι του Δράκοντα στις πόρτες ανθρώπων που είναι παλιοί γνωστοί τους. Δεν θα συμμετάσχω σ’ αυτά”.