“Μοργκέις—” άρχισε να λέει η Ελάιντα, αλλά η Βασίλισσα την έκοψε.
“Δεν θα συμμετάσχω σ’ αυτά. Όταν ανέβηκα στο θρόνο ορκίστηκα να επιβάλλω τη δικαιοσύνη για τους μεγάλους και τους μικρούς. Και θα την επιβάλλω, έστω κι αν μείνω η τελευταία στο Άντορ που θυμάται τι είναι δικαιοσύνη. Ραντ αλ’Θορ, ορκίζεσαι κάτω από το Φως ότι ο πατέρας σου, ένας βοσκός στους Δύο Ποταμούς, σου έδωσε τη λεπίδα με το σήμα του ερωδιού;”
Ο Ραντ ανοιγόκλεισε το στόμα, για να υγράνει λίγο τη γλώσσα και να μπορέσει να μιλήσει. “Ορκίζομαι”. Ξαφνικά θυμήθηκε σε ποια μιλούσε κι έσπευσε να συμπληρώσει, “Βασίλισσά μου”, Ο Άρχοντας Γκάρεθ ύψωσε το πυκνό του φρύδι, αλλά· η Μοργκέις δεν έδειξε να ενοχλείται.
“Και σκαρφάλωσες στον τοίχο του κήπου απλώς και μόνο για να δεις τον ψεύτικο Δράκοντα;”
“Ναι, Βασίλισσά μου”.
“Θέλεις να βλάψεις το θρόνο του Άντορ, ή την κόρη μου, ή τον γιο μου;” Ο τόνος της έλεγε πως θα έδειχνε ακόμα λιγότερο έλεος, αν ο Ραντ ήθελε το κακό των παιδιών της.
“Δεν θέλω να βλάψω κανέναν, Βασίλισσά μου. Πολύ λιγότερο εσένα και τους δικούς σου”.
“Να τι κρίνω δίκαιο, Ραντ αλ’Θορ”, του είπε. “Πρώτον, επειδή μπροστά στην Ελάιντα και τον Γκάρεθ έχω το πλεονέκτημα να έχω ακούσει ανθρώπους των Δύο Ποταμών να μιλούν, όταν ήμουν μικρή. Δεν έχεις την όψη τους, αλλά μια αχνή θύμηση μου λέει πως η λαλιά σου είναι από τους Δύο Ποταμούς. Δεύτερον, κανένας με τα δικά σου μαλλιά και μάτια δεν θα υποστήριζε πως είναι από τους Δύο Ποταμούς, αν αυτό δεν ήταν αλήθεια. Και το ότι σου έδωσε ο πατέρας σου τη λεπίδα με το σήμα του ερωδιού παραείναι εξωφρενικό για να είναι ψέμα. Και, τρίτον, η φωνή που μου ψιθυρίζει πως συχνά το καλύτερο ψέμα είναι εκείνο που μοιάζει υπερβολικά εξωφρενικό για να είναι ψέμα... αυτή η φωνή δεν είναι απόδειξη. Θα τηρήσω τους νόμους που έφτιαξα. Σου δίνω την ελευθερία σου, Ραντ αλ’Θορ, αλλά προτείνω στο μέλλον να προσέχεις πού μπαίνεις κρυφά. Αν ξαναβρεθείς σε χώρο του Παλατιού, δεν θα φανώ τόσο επιεικής”.
“Σ’ ευχαριστώ, Βασίλισσά μου”, είπε ο Ραντ βραχνά. Ένιωθε σχεδόν να του καίει το πρόσωπο η δυσαρέσκεια της Ελάιντα.
“Τάλανβορ”, είπε η Μοργκέις, “συνόδευσε αυτόν τον... συνόδευσε τον καλεσμένο της κόρης μου έξω από το Παλάτι, με κάθε ευγένεια. Οι άλλοι μπορείτε επίσης να φύγετε. Όχι, Ελάιντα, εσύ μείνε. Και, αν θέλεις, μείνε κι εσύ, Άρχοντα Γκάρεθ. Πρέπει να αποφασίσω τι θα κάνω μ’ αυτούς τους Λευκομανδίτες στην πόλη”.
Ο Τάλανβορ και οι φρουροί θηκάρωσαν απρόθυμα τα σπαθιά τους, έτοιμοι να τα τραβήξουν σε μια στιγμή. Πάντως ο Ραντ χάρηκε με τους στρατιώτες που σχημάτισαν ένα κούφιο κουτί γύρω του, καθώς ακολουθούσε τον Τάλανβορ. Η Ελάιντα άκουγε μόνο με μισό αυτί τη Βασίλισσα· ένιωθε στην πλάτη του τη ματιά της. Τι θα γινόταν αν η Μοργκέις δεν είχε κρατήσει μαζί της την Άες Σεντάι; Μ’ αυτή τη σκέψη, ευχήθηκε να περπατούσαν οι στρατιώτες πιο γρήγορα.
Προς έκπληξη του, η Ηλαίην και ο Γκάγουιν αντάλλαξαν μερικές κουβέντες έξω από την πόρτα και ύστερα ήρθαν δίπλα του. Κι ο Τάλανβορ, επίσης, ξαφνιάστηκε. Ο νεαρός αξιωματικός κοίταξε πρώτα αυτούς και μετά τις πόρτες, που τώρα έκλειναν.
“Η μητέρα μου”, είπε η Ηλαίην, “διέταξε να τον συνοδεύσεις έξω από το Παλάτι, Τάλανβορ. Με κάθε ευγένεια. Τι περιμένεις;”
Ο Τάλανβορ κοίταξε κατσούφικα τις πόρτες, πίσω από τις οποίες η Βασίλισσα διαβουλευόταν με τους συμβούλους της. “Τίποτα, Αρχόντισσά μου”, είπε ξινά και διέταξε, χωρίς αυτό να χρειάζεται, τους φρουρούς να προχωρήσουν.
Τα θαύματα του Παλατιού περνούσαν αθέατα δίπλα από τον Ραντ. Ήταν αποσβολωμένος και στο νου του στροβιλίζονταν θραύσματα σκέψεων, τόσο γρήγορα που του ξέφευγαν. Δεν έχεις την όψη τους. Αυτός ο άνθρωπος στέκει στην καρδιά τον.
Η συνοδεία του σταμάτησε. Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια και ξαφνιάστηκε, όταν είδε ότι ήταν στη μεγάλη αυλή μπροστά στο Παλάτι, ότι στεκόταν στις ψηλές, χρυσοστόλιστες πύλες, που άστραφταν στον ήλιο. Αυτές οι πύλες δεν θα άνοιγαν για έναν μόνο άνθρωπο και φυσικά όχι για έναν εισβολέα, έστω κι αν η Κόρη-Διάδοχος διεκδικούσε τα δικαιώματα των καλεσμένων γι’ αυτόν. Ο Τάλανβορ άνοιξε σιωπηλός μια μικρότερη πόρτα, που ήταν τοποθετημένη μέσα σε μια πύλη.
“Είναι το έθιμο”, είπε η Ηλαίην, “να συνοδεύουμε τους επισκέπτες ως τις πύλες, αλλά να μην τους βλέπουμε να φεύγουν. Πρέπει να θυμόμαστε την ευχαρίστηση της παρέας του καλεσμένου, όχι τη λύπη της αναχώρησής του”.
“Σ’ ευχαριστώ, Αρχόντισσά μου”, είπε ο Ραντ. Άγγιξε το μαντήλι που έδενε το κεφάλι του. “Για όλα. Το έθιμο στους Δύο Ποταμούς είναι να φέρνει ο καλεσμένος ένα δωράκι. Φοβάμαι πως δεν έχω τίποτα. Αν και”, πρόσθεσε ξερά, “φαίνεται πως κάτι σου έμαθα για τους ανθρώπους των Δύο Ποταμών”.