“Αν είχα πει στη μητέρα πως σε βρίσκω ωραίο, σίγουρα θα σε κλείδωνε στο κελί”. Η Ηλαίην του χάρισε ένα εκθαμβωτικό χαμόγελο. “Καλό κατευόδιο, Ραντ αλ’Θορ”.
Με το στόμα ανοιχτό, την παρακολούθησε να φεύγει· έμοιαζε με μια νεότερη μορφή της ομορφιάς και του μεγαλείου της Μοργκέις.
“Μην πας να αναμετρηθείς μαζί της στα λόγια”. Ο Γκάγουιν γέλασε. “Πάντα κερδίζει”.
Ο Ραντ ένευσε αφηρημένα. Ωραίος; Φως μου, είναι η Κόρη-Διάδοχος τον θρόνου τον Αντορ! Τίναξε το κεφάλι για να ξεζαλιστεί.
Ο Γκάγουιν έμοιαζε να περιμένει κάτι. Ο Ραντ τον κοίταξε για μια στιγμή.
“Άρχοντά μου, όταν σου είπα ότι ήμουν από τους Δύο Ποταμούς, ξαφνιάστηκες. Το ίδιο και οι άλλοι, η μητέρα σου, ο Άρχοντας Γκάρεθ, η Ελάιντα Σεντάι” ―ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά του― “και κανείς τους...” Δεν μπόρεσε να τελειώσει τη φράση του· δεν ήξερε καν γιατί την είχε αρχίσει. Είμαι ο γιος τον Ταμ αλ’Θορ, έστω κι αν δεν γεννήθηκα στους Δύο Ποταμούς.
Ο Γκάγουιν ένευσε, σαν να περίμενε ακριβώς αυτό. Ακόμα κι έτσι δίστασε. Ο Ραντ άνοιξε το στόμα για να πάρει πίσω την ανείπωτη ερώτηση και ο Γκάγουιν είπε, “Αν τυλίξεις ένα σούφα γύρω από το κεφάλι σου, Ραντ αλ’Θορ, θα είσαι ίδιος κι απαράλλαχτος με Αελίτη. Παράξενο, εφόσον η μητέρα πιστεύει ότι μιλάς σαν τους ανθρώπους από τους Δύο Ποταμούς. Μακάρι να είχαμε γνωριστεί οι δυο μας, Ραντ αλ’Θορ. Καλό κατευόδιο”.
Αελίτη.
Ο Ραντ στάθηκε κοιτάζοντας την πλάτη του Γκάγουιν που έφευγε, ώσπου ένα ανυπόμονο βήξιμο του Τάλανβορ του θύμισε πού ήταν. Χώθηκε στην πόρτα και μόλις που πρόλαβε να περάσει, πριν τη βροντήξει ο Τάλανβορ στο πόδι του. Οι συρτές μπήκαν στη θέση τους με κρότο.
Τώρα η ωοειδής πλατεία μπροστά στο Παλάτι ήταν άδεια. Οι στρατιώτες είχαν φύγει, το ίδιο και τα πλήθη, οι τρομπέτες και τα τύμπανα είχαν σιωπήσει. Τίποτα δεν είχε απομείνει, παρά μόνο μερικά σκουπίδια που τα παράσερνε ο αέρας στο δρόμο και μερικοί άνθρωποι, που πήγαιναν στις δουλειές τους τώρα που είχε τελειώσει ο σαματάς. Ο Ραντ δεν μπορούσε να διακρίνει αν φορούσαν το κόκκινο ή το άσπρο.
Αελίτη.
Συνειδητοποίησε, ξαφνιασμένος, ότι στεκόταν ακριβώς μπροστά στις πύλες του Παλατιού, εκεί που θα μπορούσε να τον βρει η Ελάιντα με ευκολία, όταν τελείωνε τη συζήτηση με τη Βασίλισσα. Τυλίχτηκε με το μανδύα του και άρχισε να γοργοβαδίζει, διέσχισε την πλατεία και χώθηκε στους δρόμους της Έσω Πόλης. Κοίταζε πίσω του συχνά για να δα αν τον ακολουθούσε κανείς, αλλά οι ανοιχτές καμπύλες τον εμπόδιζαν να δει μακριά. Θυμόταν, όμως, πολύ καλά τα μάτια της Ελάιντα και τα φανταζόταν να τον παρακολουθούν. Όταν πια έφτασε στις πύλες της Νέας Πόλης, έτρεχε.
41
Παλιοί Φίλοι και Νέες Απειλές
Όταν ο Ραντ έφτασε στην Ευλογία της Βασίλισσας, σωριάστηκε λαχανιασμένος στην εξώπορτα. Είχε κάνει όλο το δρόμο τρέχοντας, χωρίς να τον νοιάζει αν έβλεπε κανείς ότι φορούσε κόκκινα, αν έπαιρναν αφορμή από το τρέξιμό του για να τον κυνηγήσουν. Του φαινόταν πως ούτε και Ξέθωρος δεν θα τον πρόφτανε.
Ο Λάμγκουιν καθόταν σε έναν πάγκο δίπλα στην πόρτα με μια καφέ γάτα στην αγκαλιά του. Σηκώθηκε για να δει μήπως υπήρχε καμιά φασαρία στο δρόμο απ’ όπου είχε έρθει ο Ραντ, χωρίς να σταματήσει να ξύνει γαλήνια τα αυτιά της γάτας. Δεν είδε τίποτα και ξανακάθισε, προσέχοντας να μην ενοχλήσει το ζώο. “Κάτι βλάκες πήγαν να κλέψουν γάτες πριν από ώρα”, είπε. Κοίταξε τις αρθρώσεις των χεριών του και ξανάρχισε να ξύνει τη γάτα. “Ο κόσμος πληρώνει όσο-όσο για μια γάτα αυτές τις μέρες”.
Ο Ραντ είδε ότι οι δύο άντρες που φορούσαν το άσπρο ήταν ακόμα εκεί απέναντι, ο ένας με μαυρισμένο μάτι και πρησμένο σαγόνι. Είχε μια ξινή, κατσούφικη έκφραση και χάιδευε τη λαβή του σπαθιού του με λαχτάρα, καθώς παρακολουθούσε το πανδοχείο.
“Πού είναι ο αφέντης Γκιλ;” ρώτησε ο Ραντ.
“Στη βιβλιοθήκη”, απάντησε ο Λάμγκουιν. Χαμογέλασε όταν η γάτα άρχισε να γουργουρίζει. “Οι γάτες δεν χολοσκάνε για πολλή ώρα, ακόμα κι αν πάει κάποιος να τις ρίξει σε τσουβάλι”.
Ο Ραντ μπήκε βιαστικά μέσα, περνώντας από την κοινή αίθουσα, που τώρα ήταν γεμάτη από τη συνηθισμένη πελατεία της, ανθρώπους που φορούσαν κόκκινο και μιλούσαν πίνοντας μπύρα.
Έλεγαν για τον ψεύτικο Δράκοντα και αν θα έκαναν φασαρίες οι Λευκομανδίτες, τώρα που θα τον πήγαιναν στο Ταρ Βάλον. Κανένας δεν νοιαζόταν μήπως πάθαινε κάτι ο Λογκαίν, όμως όλοι ήξεραν ότι η Κόρη-Διάδοχος και ο Άρχοντας Γκάγουιν θα ταξίδευαν με την ίδια ομάδα και κανένας από τους πελάτες εκεί δεν ήθελε να σκεφτεί ότι θα πάθαιναν τίποτα.
Βρήκε τον αφέντη Γκιλ στη βιβλιοθήκη να παίζει λίθους με τον Λόιαλ. Μια αφράτη γατούλα καθόταν στο τραπέζι, με τα πόδια διπλωμένα από κάτω της, παρακολουθώντας τα χέρια τους, που πηγαινοέρχονταν στον άβακα με τα τετραγωνάκια.