Выбрать главу

Αυτός ο άνθρωπος στέκα στην καρδιά τον. Ο Ραντ ένιωσε ρίγος. “Σε καμιά καρδιά δεν στέκομαι”, είπε κοφτά.

Ο αφέντης ανοιγόκλεισε τα μάτια, ακόμα και ο Λόιαλ φάνηκε να σαστίζει με το θυμό του. Ο πανδοχέας και ο Ογκιρανός κοιτάχτηκαν, έπειτα χαμήλωσαν το βλέμμα στο πάτωμα. Ο Ραντ προσπάθησε να ηρεμήσει, παίρνοντας βαθιές ανάσες. Ως εκ θαύματος βρήκε το κενό, που του ξέφευγε τόσο συχνά τώρα τελευταία, και τη γαλήνη. Δεν άξιζαν το θυμό του.

“Μπορείς να έρθεις, Λόιαλ”, είπε. “Δεν ξέρω γιατί το θέλεις, αλλά θα ήμουν ευγνώμων για την παρέα. Ξέρεις... ξέρεις πώς είναι ο Ματ”.

“Ξέρω”, είπε ο Λόιαλ. “Ακόμα δεν μπορώ να βγω στους δρόμους χωρίς να μαζέψω πλήθος που να φωνάζει “Τρόλοκ” πίσω μου. Αλλά ο Ματ, τουλάχιστον, σταματά στις λέξεις. Ακόμα δεν προσπάθησε να με σκοτώσει”.

“Φυσικά και όχι”, είπε ο Ραντ, “Ο Ματ δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα”. Ο Ματ δεν θα έφτανε ως εκεί Φυσικά και όχι.

Ένα χτύπημα ακούστηκε από την πόρτα και μια σερβιτόρα, η Γκίλντα, έχωσε το κεφάλι στο δωμάτιο. Το στόμα της ήταν σφιγμένο και τα μάτια της ανήσυχα. “Αφέντη Γκιλ, έλα γρήγορα σε παρακαλώ. Στην κοινή αίθουσα μπήκαν Λευκομανδίτες”.

Ο αφέντης Γκιλ πετάχτηκε πάνω με μια βλαστήμια, ρίχνοντας από το τραπέζι τη γάτα, που βγήκε από το δωμάτιο προσβεβλημένη, με την ουρά αλύγιστη. “Έρχομαι. Τρέξε πες τους ότι έρχομαι και μετά κάτσε στην άκρη.. Μ’ άκουσες, κοπέλα μου; Μακριά απ’ αυτούς”. Η Γκίλντα ένευσε και εξαφανίστηκε. “Εσύ καλύτερα να μείνεις εδώ”, είπε στον Λόιαλ.

Ο Ογκιρανός ξεφύσηξε, μ’ έναν ήχο σαν σεντόνια που σχίζονταν. “Δεν επιθυμώ να ξανασυναντήσω τα Τέκνα του Φωτός”.

Το βλέμμα του αφέντη Γκιλ έπεσε στον άβακα των λίθων και η έκφραση του φάνηκε να ξαλαφρώνει. “Θα πρέπει να ξαναρχίσουμε την παρτίδα, φαίνεται”.

“Δεν είναι ανάγκη”. Ο Λόιαλ άπλωσε το χέρι στα ράφια και κατέβασε ένα βιβλίο· η παλάμη του ήταν μεγαλύτερη από το δεμένο με ύφασμα τόμο. “Μπορούμε να συνεχίσουμε από τη θέση που είμαστε. Είναι η σειρά σου”.

Ο αφέντης Γκιλ έκανε μια γκριμάτσα. “Όλα τα κακά έρχονται μαζί”, μουρμούρισε, καθώς έβγαινε από το δωμάτιο τρέχοντας.

Ο Ραντ τον ακολούθησε, αλλά αργά. Όπως κι ο Λόιαλ, δεν ήθελε να μπλέξει με τα Τέκνα. Αυτός ο άνθρωπος στέκει στην καρδιά του. Σταμάτησε στην είσοδο της κοινής αίθουσας, απ’ όπου μπορούσε να δει τι γινόταν, αλλά στάθηκε προς τα πίσω, ελπίζοντας να περάσει απαρατήρητος.

Νεκρική σιγή επικρατούσε στην αίθουσα. Πέντε Λευκομανδίτες στέκονταν στο κέντρο και οι θαμώνες του καταστήματος τους αγνοούσαν με σπουδή. Ο ένας τους κάτω από τον ήλιο στο μανδύα είχε την ασημένια αστραπή, που δήλωνε κατώτερο αξιωματικό. Ο Λάμγκουιν έγερνε στον τοίχο δίπλα στην εξώπορτα και ήταν αφοσιωμένος στο καθάρισμα των νυχιών του με μια σχίζα. Μαζί του ήταν τέσσερις ακόμα από τους φρουρούς που είχε προσλάβει ο αφέντης Γκιλ, απλωμένοι στην αίθουσα, αγνοώντας μεθοδικά τους Λευκομανδίτες. Αν τα Τέκνα του Φωτός είχαν προσέξει κάτι, δεν το έδειχναν. Μόνο ο αξιωματικός έδειχνε κάποιο συναίσθημα, καθώς χτυπούσε ανυπόμονα στην παλάμη του χεριού τα γάντια του με την ατσάλινη επένδυση, περιμένοντας τον πανδοχέα.

Ο αφέντης Γκιλ διέσχισε την αίθουσα και τον πλησίασε γοργά, φροντίζοντας να δείχνει ανέκφραστος. “Το Φως να φωτίζει και σένα”, είπε με μια προσεκτική υπόκλιση, όχι πολύ βαθιά, αλλά ούτε και τόσο μικρή που να είναι προσβλητική, “και την καλή μας Βασίλισσα Μοργκέις. Τι μπορώ να κάνω για―”

“Δεν έχω ώρα για τη φλυαρία σου, πανδοχέα”, είπε κοφτά ο αξιωματικός. “Σήμερα πέρασα από άλλα είκοσι πανδοχεία ως τώρα, το ένα πιο άθλιο από το άλλο, και θα περάσω από άλλα είκοσι μέχρι να δύσει ο ήλιος. Ψάχνω για Σκοτεινόφιλους, για ένα αγόρι από τους Δύο Ποταμούς—”

Το πρόσωπο του αφέντη Γκιλ σκοτείνιαζε όλο και περισσότερο με κάθε λέξη. Φούσκωσε, λες κι ήταν έτοιμος να εκραγεί και στο τέλος έτσι έκανε, κόβοντας κι αυτός με τη σειρά του τον Λευκομανδίτη. “Δεν υπάρχουν Σκοτεινόφιλοι στο μαγαζί μου! Όλος ο κόσμος εδώ είναι πιστός στη Βασίλισσα!”

“Ναι, κι όλοι ξέρουμε με ποιου το μέρος είναι η Μοργκέις”, είπε, προφέροντας το όνομα της Βασίλισσας με χλευασμό, “και η μάγισσα της Ταρ Βάλον που έχει μαζί της, ε;”

Ακούστηκε δυνατός ήχος από καρέκλες που έγδερναν το πάτωμα. Ξαφνικά όσοι ήταν στην αίθουσα βρέθηκαν όρθιοι. Στάθηκαν ακίνητοι, σαν αγάλματα, όλοι όμως κοίταζαν βλοσυρά τους Λευκομανδίτες. Ο αξιωματικός δεν φάνηκε να το προσέχει, αλλά οι τέσσερις άνδρες που ήταν πίσω του κοίταξαν τριγύρω ανήσυχα.