Выбрать главу

“Όλα θα είναι πιο εύκολα για σένα, πανδοχέα”, είπε ο αξιωματικός, “αν φανείς συνεργάσιμος. Το πνεύμα των καιρών πέφτει βαρύ σε όσους δίνουν καταφύγιο σε Σκοτεινόφιλους. Νομίζω πως ένα πανδοχείο με το Δόντι του Δράκοντα στην πόρτα δεν θα είχε μεγάλη πελατεία. Μπορεί να έχει και προβλήματα με τη φωτιά μ’ αυτό το σημάδι”.

“Φύγε τώρα αμέσως από δω”, είπε ήρεμα ο αφέντης Γκιλ, “αλλιώς θα φωνάξω τους Φρουρούς της Βασίλισσας να ρίξουν στη χωματερή ό,τι θα έχει μείνει από σας”.

Το σπαθί του Λάμγκουιν βγήκε μ’ έναν τραχύ ήχο από το θηκάρι του και το βραχνό ξύσιμο του ατσαλιού σε δέρμα ακούστηκε σ’ όλη την αίθουσα, καθώς χέρια έπιαναν σπαθιά και εγχειρίδια. Οι σερβιτόρες έτρεξαν στις πόρτες.

Ο αξιωματικός κοίταξε γύρω του με μια περιφρονητική έκφραση, χωρίς να πιστεύει στα μάτια του. “Το Δόντι του Δράκοντα—”

“Δεν θα βοηθήσει εσάς τους πέντε”, είπε ο αφέντης Γκιλ, ολοκληρώνοντας τη φράση. Σήκωσε τη σφιγμένη γροθιά του και ύψωσε ένα δάχτυλο. “Ένα”.

“Σου ’στριψε, πανδοχέα, για να απειλείς τα Τέκνα του Φωτός”.

“Οι Λευκομανδίτες δεν έχουν εξουσία στο Κάεμλυν. Δύο”.

“Στ’ αλήθεια πιστεύεις πως έτσι θα ξεμπερδέψεις;”

“Τρία”.

“Θα ξανάρθουμε”, είπε κοφτά ο αξιωματικός και διέταξε βιαστικά τους άνδρες του να γυρίσουν, προσποιούμενος πως έφευγε με τάξη και με την άνεση του. Την εντύπωση χαλούσαν οι άνδρες του, που πλησίαζαν την πόρτα με αρκετή βιασύνη, χωρίς να τρέχουν, αλλά και χωρίς να κρύβουν ότι ήθελαν να βρεθούν έξω.

Ο Λάμγκουιν στεκόταν στην πόρτα με το σπαθί του και παραμέρισε μόνο χάρη στα αγωνιώδη νοήματα του αφέντη Γκιλ. Όταν έφυγαν οι Λευκομανδίτες, ο πανδοχέας έπεσε βαρύς σε μια καρέκλα. Σκούπισε με το χέρι το μέτωπό του κι έπειτα το κοίταξε, σαν να ήταν έκπληκτος που δεν ήταν γεμάτο ιδρώτα. Σ’ όλη την αίθουσα οι άνδρες ξανακάθονταν, γελώντας μ’ αυτό που είχαν κάνει. Μερικοί πλησίασαν για να χτυπήσουν φιλικά τον αφέντη Γκιλ στον ώμο.

Όταν ο πανδοχέας είδε τον Ραντ, σηκώθηκε από την καρέκλα και τον πλησίασε, σχεδόν τρέχοντας. “Ποιος θα το πίστευε ότι έκρυβα μέσα μου έναν ήρωα;” θαύμασε. “Το Φως να με φωτίζει”. Τίναξε απότομα το κεφάλι και η φωνή του ξαναπήρε το φυσιολογικό τόνο της. “Κρύψου μέχρι να βρω πώς θα σε βγάλω από την πόλη”. Κοίταξε επιφυλακτικά την κοινή αίθουσα και έσπρωξε τον Ραντ παραπέρα στο διάδρομο. “Αυτοί οι λεχρίτες θα ξαναγυρίσουν, ή θα έρθουν σαν κατάσκοποι, φορώντας προσώρας το κόκκινο. Με τα καμώματά μου πριν, δεν θα τους νοιάζει αν είσαι εδώ, ή αν έφυγες, αλλά θα κάνουν σαν να είσαι εδώ”.

“Είναι τρελό”, διαμαρτυρήθηκε ο Ραντ. Χαμήλωσε τη φωνή, όταν ο πανδοχέας του έκανε νόημα. “Οι Λευκομανδίτες δεν έχουν λόγο να με ψάχνουν”.

“Δεν ξέρω από λόγους, παλικάρι μου, αλλά είναι εκατό τα εκατό βέβαιο ότι ψάχνουν για σένα και τον Ματ. Τι σκάρωσες τώρα; Και η Ελάιντα και οι Λευκομανδίτες”.

Ο Ραντ σήκωσε τα χέρια έτοιμος να διαμαρτυρηθεί και τα κατέβασε χαλαρά. Ήταν παράλογο, αλλά είχε ακούσει τον Λευκομανδίτη. “Τι θα γίνει με σένα; Οι Λευκομανδίτες θα σε έχουν στο μάτι, ακόμα κι αν δεν μας βρουν”.

“Μη σκας γι’ αυτό, παλικάρι μου. Οι Φρουροί της Βασίλισσας ακόμα επιβάλλουν το νόμο, έστω κι αν αφήνουν τους προδότες να φοράνε καμαρωτοί το άσπρο. Όσο για τη νύχτα... ε, ο Λάμγκουιν και οι φίλοι του ίσως να μην κοιμηθούν πολύ, αλλά σχεδόν λυπάμαι όποιον πάει να βάλει σημάδι στην πόρτα μου”.

Τότε εμφανίστηκε πλάι τους η Γκίλντα, κλίνοντας το γόνυ στον αφέντη Γκιλ. “Κύριε, μια... μια κυρία. Στην κουζίνα”. Ο συνδυασμός αυτός τη σκανδάλιζε. “Ζητά τον αφέντη Ραντ, κύριε, και τον αφέντη Ματ, με τ’ όνομά τους”.

Ο Ραντ κι ο πανδοχέας κοιτάχτηκαν μπερδεμένοι.

“Παλικάρι μου”, είπε ο αφέντης Γκιλ, “αν στ’ αλήθεια κατάφερες να φέρεις την Αρχόντισσα Ηλαίην από το Παλάτι στο πανδοχείο μου, θα καταλήξουμε όλοι στο δήμιο”. Η Γκίλντα τσίριξε, όταν αναφέρθηκε η Κόρη-Διάδοχος και κοίταξε τον Ραντ με γουρλωμένα μάτια. “Πήγαινε, κοπέλα μου”, είπε απότομα ο πανδοχέας. “Και τσιμουδιά για ό,τι άκουσες. Δεν είναι αλλουνού δουλειά”. Η Γκίλντα ξαναχαιρέτησε και όρμησε στο διάδρομο, ρίχνοντας ματιές στον Ραντ πάνω από τον ώμο της, “Σε πέντε λεπτά” ―ο αφέντης Γκιλ αναστέναξε― “θα λέει στις άλλες ότι είσαι πρίγκιπας μεταμφιεσμένος. Ως το δειλινό θα το έχει μάθει όλη τη Νέα Πόλη”.

“Αφέντη Γκιλ”, είπε ο Ραντ, “δεν μίλησα στην Ηλαίην για τον Ματ. Δεν μπορεί να—” Ξαφνικά ένα πελώριο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του και έτρεξε στην κουζίνα.

“Περίμενε!” φώναξε πίσω του ο πανδοχέας. “Περίμενε να δεις. Περίμενε, βλάκα!”