Ο Ραντ άνοιξε διάπλατα την πόρτα της κουζίνας και ήταν εκεί. Η Μουαραίν έστρεψε το ατάραχο βλέμμα της πάνω του, δίχως έκπληξη. Η Νυνάβε και η Εγκουέν έτρεξαν γελώντας και τον αγκάλιασαν, με τον Πέριν από πίσω τους, χτυπώντας τον κι οι τρεις στους ώμους, σαν να ήθελαν να σιγουρευτούν πως ήταν μπροστά τους. Στην πόρτα που έβγαζε στην αυλή του στάβλου στεκόταν ο Λαν, με μια μπότα υψωμένη να στηρίζεται στο κούφωμα, με την προσοχή του μοιρασμένη ανάμεσα στην κουζίνα και την αυλή έξω.
Ο Ραντ προσπάθησε να αγκαλιάσει τις δύο γυναίκες και να σφίξει το χέρι του Πέριν ταυτόχρονα και όλα ήταν ένα μίγμα από απλωμένα χέρια και καμπανιστά γέλια, ενώ η Νυνάβε προσπαθούσε να αγγίξει το μέτωπό του για να δει αν είχε πυρετό. Έμοιαζαν κάπως ταλαιπωρημένοι —το πρόσωπο του Πέριν ήταν γεμάτο μελανιές και κρατούσε τα μάτια του χαμηλά, με τρόπο πρωτόγνωρο γι’ αυτόν- αλλά ήταν ζωντανοί και ήταν πάλι μαζί Ο λαιμός του ήταν σφιγμένος και σχεδόν δεν μπορούσε να βγάλει φωνή. “Φοβόμουν πως δεν θα σας ξανάβλεπα ποτέ”, κατάφερε να πει στο τέλος. “Φοβόμουν πως ήσασταν όλοι...”
“Ήξερα ότι ήσουν ζωντανός”, είπε η Εγκουέν, γερμένη στο στέρνο του. “Πάντα το ήξερα. Πάντα”.
“Εγώ όχι”, είπε η Νυνάβε. Η φωνή της ακούστηκε σκληρή για μια στιγμή, αλλά αμέσως μαλάκωσε και του χαμογέλασε. “Μια χαρά φαίνεσαι, Ραντ. Μπορεί να μην σε καλοταΐζουν, αλλά είσαι μια χαρά, Δόξα στο Φως”.
“Λοιπόν”, είπε πίσω του ο αφέντης Γκιλ, “μου φαίνεται ότι τους ξέρεις αυτούς τους ανθρώπους. Αυτοί είναι οι φίλοι που έψαχνες;”
Ο Ραντ ένευσε. “Ναι, οι φίλοι μου”. Τους σύστησε όλους. Ένιωθε παράξενα λέγοντας τα πραγματικά ονόματα του Λαν και της Μουαραίν. Οι δυο τους του έριξαν μια έντονη ματιά.
Ο πανδοχέας τους χαιρέτησε όλους μ’ ένα ειλικρινές χαμόγελο, αλλά έδειξε το δέος που έπρεπε γνωρίζοντας έναν Πρόμαχο και ειδικά τη Μουαραίν. Την κοίταξε με ανοιχτό το στόμα ―άλλο να ξέρει πως υπήρχε μια Άες Σεντάι που βοηθούσε τα αγόρια και άλλο να τη βλέπει να εμφανίζεται στην κουζίνα του— και ύστερα υποκλίθηκε βαθιά. “Καλωσήρθες στην Ευλογία της Βασίλισσας, Άες Σεντάι, ως καλεσμένη μου. Αν και φαντάζομαι πως θα μείνεις στο Παλάτι μαζί με την Ελάιντα Σεντάι και τις Άες Σεντάι που ήρθαν μαζί με τον ψεύτικο Δράκοντα”. Υποκλίθηκε πάλι, έριξε μια γοργή, ανήσυχη ματιά στον Ραντ. Ήταν ωραία και καλά να λέει ότι δεν κακολογούσε τις Άες Σεντάι, όμως δεν είχε πει ότι ήθελε να έρθει μια να κοιμηθεί στο πανδοχείο του.
Ο Ραντ ένευσε ενθαρρυντικά, προσπαθώντας να του πει σιωπηλά ότι όλα ήταν εντάξει. Η Μουαραίν δεν ήταν σαν την Ελάιντα, κρύβοντας απειλές πίσω από κάθε ματιά και κάθε λέξη. Είσαι σίγουρος; Ακόμα και τώρα, είσαι σίγουρος;
“Μου φαίνεται πως θα μείνω εδώ”, είπε η Μουαραίν, “για το σύντομο διάστημα που θα περάσω στο Κάεμλυν. Και πρέπει να μου επιτρέψεις να πληρώσω”.
Μια γάτα γεμάτη βούλες μπήκε νωχελικά από το διάδρομο και χαϊδεύτηκε στα πόδια του πανδοχέα. Μόλις εμφανίστηκε, μια γκρίζα γάτα με πλούσιο τρίχωμα πετάχτηκε από το τραπέζι, καμπούριασε την πλάτη και σούριξε. Η βουλάτη ζάρωσε μ’ ένα απειλητικό γουργούρισμα και η γκρίζα χίμηξε, προσπέρασε τον Λαν και βγήκε στην αυλή του στάβλου.
Ο αφέντης Γκιλ ζήτησε συγνώμη για τις γάτες, ενώ την ίδια στιγμή διαμαρτυρόταν, λέγοντας πως θα ήταν τιμή του να έχει τη Μουαραίν για προσκεκλημένη του, ρωτώντας αν ήταν σίγουρη πως δεν θα προτιμούσε το παλάτι, κάτι που ο ίδιος προσωπικά θα καταλάβαινε, αλλά ήλπιζε πως θα δεχόταν ως δώρο το καλύτερο δωμάτιό του. Η Μουαραίν δεν φάνηκε να δίνει σημασία στη λογοδιάρροιά του, Αντίθετα, έσκυψε και έξυσε την πορτοκαλιά και άσπρη γάτα, που άφησε αμέσως τα πόδια του αφέντη Γκιλ και την πλησίασε.
“Ως τώρα έχω δει άλλες τέσσερις γάτες”, είπε. “Έχεις ποντίκια; Αρουραίους;”
“Αρουραίους, Μουαραίν Σεντάι”. Ο πανδοχέας αναστέναξε. “Τρομερό πρόβλημα. Όχι ότι δεν καθαρίζω, με καταλαβαίνεις. Είναι ο κόσμος. Η πόλη είναι γεμάτη ανθρώπους και αρουραίους. Αλλά οι γάτες μου τους κυνηγούν. Δεν θα σε ενοχλήσουν, το υπόσχομαι”.
Ο Ραντ αντάλλαξε μια φευγαλέα ματιά με τον Πέριν, που πάλι έσκυψε αμέσως το βλέμμα. Τα μάτια του είχαν κάτι το αλλόκοτο. Και ήταν τόσο σιωπηλός· ο Πέριν ήταν πάντα αργός στην ομιλία, αλλά τώρα δεν έλεγε τίποτα. “Μπορεί να φταίει η πολυκοσμία”, είπε.
“Με την άδειά σου, αφέντη Γκιλ”, είπε η Μουαραίν, σαν να το θεωρούσε δεδομένο. “Είναι απλό να διώξουμε τους αρουραίους από αυτό το δρόμο. Με λίγη τύχη, δεν θα καταλάβουν καν ότι τους εμποδίζουμε να έρθουν”.
Ο αφέντης Γκιλ έσμιξε τα φρύδια, όταν άκουσε αυτό το τελευταίο, αλλά δέχτηκε την προσφορά της με μια υπόκλιση. “Αν είσαι σίγουρη ότι δεν θέλεις να μείνεις στο Παλάτι, Άες Σεντάι”.