“Πού είναι ο Ματ;” είπε ξαφνικά η Νυνάβε. “Εκείνη είπε ότι ήταν κι αυτός εδώ”.
“Πάνω”, είπε ο Ραντ. “Είναι... δεν νιώθει καλά”.
Η Νυνάβε σήκωσε το κεφάλι. “Είναι άρρωστος; Ας ασχοληθεί αυτή με τους αρουραίους κι εγώ θα τον γιατρέψω. Πήγαινέ με να τον δω, Ραντ”.
“Ανεβείτε όλοι σας”, είπε η Μουαραίν. “Έρχομαι σε λίγα λεπτά. Είμαστε εμπόδιο στην κουζίνα του αφέντη Γκιλ και θα ήταν καλό να μείνουμε για λίγο κάπου ήσυχα”. Κάτι έκρυβε η φωνή της. Μην σας βλέπουν. Κι εδώ πρέπει να είμαστε κρυμμένοι,
“Ελάτε”, είπε ο Ραντ. “Θα ανεβούμε από πίσω”.
Οι άλλοι τον ακολούθησαν στην πίσω σκάλα, αφήνοντας την Άες Σεντάι και τον Πρόμαχο στην κουζίνα με τον αφέντη Γκιλ. Ο Ραντ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχαν ξαναβρεθεί. Ήταν, σχεδόν, σαν να είχε γυρίσει στο σπίτι του. Δεν σταματούσε να χαμογελά.
Η ίδια ανακούφιση, αγαλλίαση σχεδόν, γέμιζε τους άλλους. Γελούσαν πνιχτά, χωρίς αφορμή, συνεχώς έσφιγγαν το μπράτσο του. Η φωνή του Πέριν ακουγόταν πνιχτή και τα μάτια του ήταν ακόμα χαμηλωμένα, αλλά άρχισε να μιλά, καθώς ανέβαιναν όλοι τους τη σκάλα.
“Η Μουαραίν είπε ότι μπορούσε να βρει εσένα και τον Ματ κι αυτό έκανε. Όταν μπήκαμε στην πόλη, τρίβαμε τα μάτια μας ―όλοι εκτός από τον Λαν, φυσικά- μπροστά σε τόσους ανθρώπους, τόσα κτίρια, με όλα”. Οι πυκνές μπούκλες των μαλλιών του σάλευαν, καθώς τίναζε το κεφάλι του με θαυμασμό. “Όλα είναι τόσο μεγάλα. Και είναι τόσο πολύς ο κόσμος. Μερικοί μας κοίταζαν, φώναζαν “Κόκκινο ή άσπρο;” λες και είχε νόημα”.
Η Εγκουέν άγγιξε το σπαθί του Ραντ, χάιδεψε το κόκκινο ύφασμα. “Τι σημαίνει;”
“Τίποτα”, είπε αυτός. “Κάτι ασήμαντο. Φεύγουμε για την Ταρ Βάλον, το ξέχασες;”
Η Εγκουέν τον κοίταξε, αλλά τράβηξε το χέρι από το σπαθί και συνέχισε από κει που είχε σταματήσει ο Πέριν. “Η Μουαραίν κι ο Λαν, δεν κοίταζαν τίποτα. Μας πήγαινε πάνω-κάτω σ’ αυτούς τους δρόμους, τόσες φορές, σαν σκυλί που κυνηγά μυρωδιά και στο τέλος νόμιζα ότι δεν ήσουν εδώ. Μετά, στα ξαφνικά, πήρε ένα δρόμο και, πριν καταλάβω τι γίνεται, είχαμε αφήσει τα άλογα στους σταβλίτες και μπαίναμε στην κουζίνα. Η Μουαραίν ούτε που ρώτησε αν ήσουν εδώ. Απλώς είπε σε μια γυναίκα που έπλαθε ζυμάρι να πει στον Ραντ αλ’Θορ και τον Ματ Κώθον ότι κάποιος ήθελε να τους δει. Και εμφανίστηκες από το τίποτα ―χαμογέλασε πλατιά— σαν μπαλάκι σε χέρι Βάρδου”.
“Πού είναι ο Βάρδος;” ρώτησε ο Πέριν. “Είναι μαζί σας;”
Ο Ραντ ένιωσε μια σουβλιά στο στομάχι και η χαρά που είχε με τους φίλους γύρω του καταλάγιασε. “Ο Θομ πέθανε. Νομίζω ότι πέθανε. Ήταν ένας Ξέθωρος και...” Δεν μπορούσε να μιλήσει άλλο. Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια της.
Η σιωπή βάρυνε, έπνιξε τα πνιχτά γελάκια, σκίασε την ευφορία τους, καθώς έφταναν στο κεφαλόσκαλο.
“Ο Ματ δεν είναι ακριβώς άρρωστος”, είπε τότε ο Ραντ. “Είναι... Θα δείτε”. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου που μοιραζόταν με τον Ματ. “Δες ποιοι ήρθαν, Ματ”.
Ο Ματ ήταν ακόμα κουλουριασμένος σαν μπάλα στο κρεβάτι, ακριβώς όπως τον είχε αφήσει ο Ραντ. Σήκωσε το κεφάλι και τους κοίταξε. “Πού ξέρεις ότι είναι αυτοί που μοιάζουν να είναι;” είπε βραχνά. Το πρόσωπό του ήταν αναψοκοκκινισμένο, η επιδερμίδα του τραβηγμένη και γυάλιζε από τον ιδρώτα. “Πού ξέρω ότι είσαι αυτός που μοιάζεις να είσαι;”
“Δεν είναι άρρωστος;” Η Νυνάβε έριξε μια φαρμακερή ματιά στον Ραντ και πέρασε από δίπλα του, ενώ αμέσως κατέβαζε την τσάντα από τον ώμο της.
“Όλα αλλάζουν”, είπε τραχιά ο Ματ. “Πού να είμαι σίγουρος; Πέριν; Εσύ είσαι; Έχεις αλλάξει, ε;” Το γέλιο του έμοιαζε πιο πολύ με βήχα. “Α, ναι, έχεις αλλάξει”.
Προς έκπληξη του Ραντ, ο Πέριν κάθισε νωθρά στην άκρη του άλλου κρεβατιού, με το κεφάλι στα χέρια, κοιτάζοντας το πάτωμα. Το τραχύ γέλιο του Ματ έμοιαζε να τον τρυπάει.
Η Νυνάβε γονάτισε πλάι στο κρεβάτι του Ματ, ανέβασε ο μαντήλι που είχε δεμένο στο κεφάλι και ακούμπησε το πρόσωπό του. Εκείνος τινάχτηκε μακριά της με μια περιφρονητική ματιά. Τα μάτια του έλαμπαν, γυάλιζαν. “Καίγεσαι”, του είπε αυτή, “αλλά δεν θα έπρεπε να ιδρώνεις με τόσο πυρετό”. Δεν μπορούσε να κρύψει την ανησυχία στη φωνή της. “Ραντ, εσύ και ο Πέριν φέρτε μερικά καθαρά ρούχα και όσο πιο πολύ κρύο νερό μπορείτε να κουβαλήσετε. Πρώτα θα σου κατεβάσω τη θερμοκρασία, Ματ, και—”
“Όμορφη Νυνάβε”, είπε ο Ματ με χλευαστικό τόνο. “Κανονικά η Σοφία δεν πρέπει να βλέπει τον εαυτό της σαν γυναίκα, ε; Σαν μια όμορφη γυναίκα. Αλλά εσύ το σκέφτεσαι, ε; Λοιπόν. Δεν μπορείς να ξεχάσεις ότι είσαι μια όμορφη γυναίκα κι αυτό σε φοβίζει. Όλα αλλάζουν”. Το πρόσωπο της Νυνάβε χλόμιασε, καθώς ο Ματ μιλούσε — κι ο Ραντ δεν ήξερε αν ήταν από θυμό, ή από κάτι άλλο. Ο Ματ γέλασε πονηρά και τα πυρετιασμένα μάτια του σύρθηκαν στην Εγκουέν. “Όμορφη Εγκουέν”, έκρωξε. “Όμορφη όσο η Νυνάβε. Κι εσύ μοιράζεσαι άλλα πράγματα τώρα, ε; Αλλα όνειρα. Τι ονειρεύεσαι τώρα;” Η Εγκουέν έκανε ένα βήμα πίσω.