“Προς το παρόν είμαστε ασφαλείς από τα μάτια του Σκοτεινού”, ανακοίνωσε η Μουαραίν, καθώς έμπαινε στο δωμάτιο με τον Λαν κατά πόδας. Το βλέμμα της έπεσε στον Ματ όπως περνούσε την πόρτα και σούριξε, σαν να είχε αγγίξει καυτή σόμπα, “Φύγε μακριά του!”
Η μόνη κίνηση της Νυνάβε ήταν ότι γύρισε έκπληκτη να δει την Άες Σεντάι. Η Μουαραίν έκανε δύο γοργά βήματα, άρπαξε τη Σοφία από τους ώμους και την τράβηξε, σαν να ήταν σακί με σιτάρι. Η Νυνάβε πάλεψε και διαμαρτυρήθηκε, αλλά η Μουαραίν δεν την άφησε, παρά μόνο όταν την πήρε μακριά από το κρεβάτι. Η Σοφία συνέχισε να διαμαρτύρεται, καθώς σηκωνόταν και ίσιωνε θυμωμένη τα ρούχα της, όμως η Μουαραίν δεν της έδωσε την παραμικρή σημασία. Η Άες Σεντάι παρακολουθούσε τον Ματ, αποκλείοντας ό,τι άλλο, κοιτάζοντάς τον όπως θα κοίταζε οχιά.
“Μείνετε μακριά του όλοι”, είπε. “Και κάνετε ησυχία”.
Ο Ματ την κοίταζε εξίσου προσηλωμένος. Γύμνωσε τα δόντια του με μια σιωπηλή, άγρια, σκυλίσια γκριμάτσα και κουλουριάστηκε ακόμα πιο σφιχτά, αλλά δεν τράβηξε καθόλου τα μάτια του από τα δικά της. Εκείνη τον άγγιξε αργά με το ένα χέρι, ανάλαφρα, στο γόνατό του κοντά στο στήθος του. Ένας σπασμός τον τάραξε με το άγγιγμά της, ένα ρίγος απέχθειας, που έκανε όλο το σώμα του να σφαδάσει για μια στιγμή και ξαφνικά ο Ματ τίναξε το χέρι του προς το πρόσωπό της, κρατώντας το εγχειρίδιο με τη ρουμπινένια λαβή.
Τη μια στιγμή ο Λαν ήταν στην πόρτα, την άλλη δίπλα στο κρεβάτι, σαν να μην είχε διασχίσει τον ενδιάμεσο χώρο. Το χέρι του έπιασε τον καρπό του Ματ και η κίνηση του Ματ σταμάτησε, σαν να είχε χτυπήσει βράχο. Ο Ματ ήταν ακόμα σφιχτά κουλουριασμένος, σαν μπάλα. Μόνο το χέρι με το εγχειρίδιο προσπαθούσε να σαλέψει, παλεύοντας με την ακαταμάχητη λαβή του Λαν. Τα μάτια του Ματ δεν άφησαν τη Μουαραίν και έκαιγαν με μίσος.
Ούτε και η Μουαραίν σάλευε. Δεν μόρφασε μπροστά στη λεπίδα, που απείχε λίγους μόνο πόντους από το πρόσωπό της, όπως δεν είχε μορφάσει ούτε όταν ο Ματ είχε προσπαθήσει να την χτυπήσει. “Πού το βρήκε αυτό;” ρώτησε με ατσάλινη φωνή. “Ρώτησα αν ο Μόρντεθ σας είχε δώσει τίποτα. Ρώτησα και σας προειδοποίησα και είπατε όχι”.
“Δεν μας έδωσε τίποτα”, είπε ο Ραντ. “Το... ο Ματ το πήρε από την αίθουσα με το θησαυρό”. Η Μουαραίν τον κοίταξε, με μάτια που έμοιαζαν να καίνε σαν του Ματ. Ο Ραντ παραλίγο θα έκανε πίσω και μετά η Μουαραίν ξαναστράφηκε προς το κρεβάτι. “Το έμαθα μόνα όταν είχαμε χωρίσει. Δεν το ήξερα”.
“Δεν το ήξερες”. Η Μουαραίν κοίταξε εξεταστικά τον Ματ. Αυτός ξάπλωνε ακόμα, με τα γόνατα ανεβασμένα, στο στήθος, αλυχτώντας σιωπηλά προς το μέρος της και το χέρι του ακόμα πολεμούσε με τον Λαν για να τη φτάσει με το εγχειρίδιο. “Είναι θαύμα που φτάσατε ως εδώ μαζί μ’ αυτό. Μόλις τον κοίταξα ένιωσα το κακό, το άγγιγμα του Μασάνταρ, αλλά ένας Ξέθωρος θα το ένιωθε από πολλά μίλια μακριά. Και χωρίς να ξέρει πού ακριβώς, θα ήξερε ότι είναι κοντά και το Μασάνταρ θα τραβούσε το πνεύμα του, ενώ τα κόκαλά του θα θυμόνταν πως το ίδιο κακό κατάπιε έναν ολόκληρο στρατό — Άρχοντες του Δέους, Ξέθωρους, Τρόλοκ, τα πάντα. Κάποιοι Σκοτεινόφιλοι, μάλλον, μπορούν να το νιώσουν. Εκείνοι που πραγματικά έχουν δώσει την ψυχή τους. Κάποιοι θα απορούσαν μ’ αυτή την ξαφνική αίσθηση, σαν να τους τσιμπούσε ο αέρας γύρω τους. Θα ένιωθαν αναγκασμένοι να το αναζητήσουν. Θα τους τραβούσε, όπως ο μαγνήτης τραβά τα σιδερένια ρινίσματα”.
“Βρήκαμε Σκοτεινόφιλους”, είπε ο Ραντ, “αρκετές φορές, αλλά τους ξεφύγαμε. Κι έναν Ξέθωρο, τη νύχτα πριν φτάσουμε στο Κάεμλυν, αλλά δεν μας είδε”. Έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. “Κυκλοφορούν φήμες για παράξενα πράγματα μέσα στη νύχτα έξω από την πόλη. Μπορεί να είναι Τρόλοκ”.
“Είναι Τρόλοκ, βοσκέ”, είπε ειρωνικά ο Λαν. “Κι όπου υπάρχουν Τρόλοκ, υπάρχουν Ξέθωροι”. Οι τένοντες πρόβαλλαν ανάγλυφοι στη ράχη του χεριού του από την προσπάθεια που κατέβαλλε κρατώντας τον καρπό του Ματ, αλλά η φωνή του δεν είχε την παραμικρή ένταση. “Προσπάθησαν να κρύψουν το πέρασμά τους, όμως δυο μέρες τώρα βλέπω τα ίχνη. Κι άκουσα χωρικούς να λένε για πράγματα μέσα στη νύχτα. Οι Μυρντράαλ με κάποιον τρόπο κατάφεραν να χτυπήσουν αθέατοι τους Δύο Ποταμούς, αλλά κάθε μέρα πλησιάζουν εκείνους που μπορούν να στείλουν στρατιώτες για να τους κυνηγήσουν. Ακόμα κι έτσι, δεν πρόκειται να σταματήσουν, βοσκέ”.
“Αλλά είμαστε στο Κάεμλυν”, είπε η Εγκουέν. “Δεν μπορούν να βρουν όσο—”
“Δεν μπορούν;” την έκοψε ο Πρόμαχος. “Οι Ξέθωροι συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους στην ύπαιθρο. Αυτό είναι φανερό από τα σημάδια τους, αν ξέρεις για τι να κοιτάξεις. Ήδη υπάρχουν περισσότεροι Τρόλοκ απ’ όσους χρειάζονται μόνο για να παρακολουθούν τις εξόδους της πόλης, τουλάχιστον δέκα γροθιές. Μονάχα ένας λόγος μπορεί να υπάρχει· όταν οι Ξέθωροι έχουν αρκετές δυνάμεις, θα μπουν στην πόλη για να σε βρουν. Αυτή η ενέργεια μπορεί να στείλει τους μισούς στρατούς του νότου στις Μεθόριους, αλλά οι ενδείξεις λένε ότι είναι πρόθυμοι να το ρισκάρουν. Εσείς οι τρεις τους ξεφεύγετε εδώ και πολύ καιρό. Φαίνεται ότι έφερες έναν καινούργιο Πόλεμο των Τρόλοκ στο Κάεμλυν, βοσκέ”.