Το πρόσωπο της Νυνάβε είχε ασπρίσει σαν χαρτί. “Μπορείς να κάνεις τίποτα;” ψιθύρισε.
“Το ελπίζω”. Η Μουαραίν αναστέναξε. “Για χάρη του κόσμου όλου, ελπίζω να μην είναι πολύ αργά”. Το χέρι της χώθηκε στο σακίδιο της ζώνης της και έβγαλε το τυλιγμένο με μετάξι ανγκριάλ. “Αφήστε με. Μείνετε μαζί και βρείτε μέρος μακριά από τα βλέμματα των άλλων, αλλά αφήστε με. Θα κάνω ό,τι μπορώ γι’ αυτόν.
42
Η Θύμηση των Ονείρων
Η παρέα που κατέβασε ο Ραντ από τη σκάλα ήταν βουβή και συλλογισμένη. Δεν ήθελαν να του μιλήσουν τώρα, ούτε και μεταξύ τους. Ούτε κι ο ίδιος είχε διάθεση για κουβέντες.
Ο ήλιος είχε προχωρήσει αρκετά στον ουρανό και η πίσω σκάλα είχε σκοτεινιάσει, μα ακόμα δεν είχαν ανάψει τις λάμπες. Το φως του και οι σκιές ζωγράφιζαν ρίγες στα σκαλιά. Το πρόσωπο του Πέριν έδειχνε ότι είχε κλειστεί στον εαυτό του, όπως οι άλλοι, αλλά εκεί που τα μέτωπα των άλλων ήταν γεμάτα ζάρες από την αγωνία, το δικό του ήταν αχάρακτο. Ο Ραντ σκέφτηκε πως αυτό που έδειχνε ο Πέριν ήταν παραίτηση. Αναρωτήθηκε γιατί και ήθελε να ρωτήσει, αλλά, όταν ο Πέριν περνούσε από ένα σημείο που οι σκιές ήταν πιο βαθιές, τα μάτια του έμοιαζαν να συλλέγουν το λιγοστό φως που υπήρχε και να λάμπουν απαλά σαν γυαλισμένο κεχριμπάρι.
Ο Ραντ ανατρίχιασε και προσπάθησε να συγκεντρώσει την προσοχή του στον γύρω χώρο, στους τοίχους με επένδυση από ξύλο καρυδιάς και στα δρύινα κάγκελα της σκάλας, στα γερά, καθημερινά αντικείμενα. Πολλές φορές σκούπισε τα χέρια στο παλτό του, αλλά κάθε φορά ο ιδρώτας ανάβλυζε πάλι από τις παλάμες του. Όλα θα πάνε καλά, τώρα. Είμαστε πάλι μαζί, και... Φως μου, ο Ματ.
Τους πήρε στη βιβλιοθήκη από τον πίσω δρόμο που περνούσε από την κουζίνα, αποφεύγοντας την κοινή αίθουσα. Ήταν λίγοι οι ταξιδιώτες που αξιοποιούσαν τη βιβλιοθήκη· οι περισσότεροι απ’ αυτούς που ήξεραν να διαβάζουν έμεναν σε πιο κομψά πανδοχεία της Έσω Πόλης. Ο αφέντης Γκιλ την κρατούσε πιο πολύ για προσωπική ευχαρίστηση, παρά για τους λιγοστούς πελάτες που ήθελαν πού και πού κάποιο βιβλίο. Ο Ραντ δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί το λόγο που η Μουαραίν ήθελε να μην φανούν, αλλά θυμόταν τον Λευκομανδίτη κατώτερο αξιωματικό, που είχε πει πως θα ξαναγυρνούσε και τα μάτια της Ελάιντα, όταν τον είχε ρωτήσει πού έμενε. Ήταν βάσιμοι λόγοι, ό,τι κι αν ήθελε η Μουαραίν.
Έκανε πέντε βήματα στη βιβλιοθήκη, πριν συνειδητοποιήσει ότι όλοι οι άλλοι είχαν σταματήσει, πεσμένοι ο ένας στον άλλο εκεί στην είσοδο, με τα στόματα ανοιχτά και τα μάτια γουρλωμένα. Δυνατή φωτιά τριζοβολούσε στο τζάκι και ο Λόιαλ ήταν απλωμένος στο μακρύ καναπέ, διαβάζοντας, με ένα μαύρο γατάκι με άσπρα πόδια κουλουριασμένο και μισοκοιμισμένο στο στομάχι του. Όταν μπήκαν, έκλεισε το βιβλίο με ένα πελώριο δάχτυλο να σημαδεύει τη σελίδα, ακούμπησε απαλά τη γάτα στο πάτωμα και σηκώθηκε για να υποκλιθεί με επισημότητα.
Ο Ραντ τόσο είχε συνηθίσει τον Ογκιρανό, που έκανε ένα λεπτό να καταλάβει ότι στόχος των βλεμμάτων της παρέας του ήταν ο Λόιαλ. “Αυτοί είναι οι φίλοι που περίμενα, Λόιαλ”, είπε. “Αυτή είναι η Νυνάβε, η Σοφία του χωριού μου. Και ο Πέριν. Κι αυτή είναι η Εγκουέν”.
“Α, ναι”, μπουμπούνισε ο Λόιαλ. “Η Εγκουέν. Ο Ραντ μου μίλησε πολύ για σένα. Ναι. Είμαι ο Λόιαλ”.
“Είναι Ογκιρανός”, εξήγησε ο Ραντ και τους είδε να μένουν κατάπληκτοι, αλλά για άλλο λόγο. Ακόμα και τώρα, που είχαν δει με τα ίδια τους τα μάτια Τρόλοκ και Ξέθωρους, ήταν εκπληκτικό να συναντούν θρύλο ολοζώντανο με σάρκα και οστά. Ο Ραντ θυμήθηκε πώς είχε αντιδράσει αρχικά ο ίδιος μπροστά στον Λόιαλ και χαμογέλασε πικρά. Τα πήγαιναν καλύτερα απ’ αυτόν.
Ο Λόιαλ δεν έδειξε να του καίγεται καρφάκι για τα βλέμματά τους. Ο Ραντ σκέφτηκε πως ήταν κάτι ασήμαντο σε σύγκριση με έναν όχλο που φώναζε “Τρόλοκ”. “Και η Άες Σεντάι, Ραντ;” ρώτησε ο Λόιαλ.
“Πάνω με τον Ματ”.
Ο Ογκιρανός σήκωσε σκεφτικά το φουντωτό φρύδι του. “Άρα είναι πράγματι άρρωστος. Προτείνω να καθίσουμε. Η Άες Σεντάι θα έρθει να μας βρει μετά; Ναι. Τότε το μόνο που μας μένει είναι να περιμένουμε”.
Η κίνηση και η πράξη του καθίσματος φάνηκε να χαλαρώνει κάτι που είχε μαγκώσει μέσα τους, λες κι ένιωθαν σαν στο σπίτι τους, έχοντας καθίσει σε μια μαλακή πολυθρόνα με τη φωτιά να καίει και μια γάτα κουλουριασμένη κοντά στο τζάκι. Μόλις βολεύτηκαν, άρχισαν όλο έξαψη να κάνουν ερωτήσεις στον Ογκιρανό. Προς έκπληξη του Ραντ, πρώτος που μίλησε ήταν ο Πέριν.
“Τα στέντιγκ, Λόιαλ. Είναι πραγματικοί παράδεισοι, όπως λένε οι ιστορίες;” Ο τόνος της φωνής του έδειχνε ότι κάπου το πήγαινε.