Выбрать главу

“Σε ευχαριστώ, Λόιαλ, γιε του Άρεντ”, απάντησε ξερά η Μουαραίν, “αλλά στη θέση σου δεν θα πρόσφερα τόσο ελεύθερα αυτό το χαιρετισμό. Αυτή τη στιγμή στο Κάεμλυν υπάρχουν περίπου είκοσι Άες Σεντάι και όλες, εκτός από μένα, ανήκουν στο Κόκκινο Ατζα”. Ο Λόιαλ ένευσε εμβριθώς, σαν να καταλάβαινε. Ο Ραντ απλώς κούνησε το κεφάλι μπερδεμένος· το Φως να τον τύφλωνε, αν ήξερε τι εννοούσε. “Είναι παράξενο που σε βρίσκω εδώ”, συνέχισε η Άες Σεντάι. “Τα τελευταία χρόνια, λίγοι Ογκιρανοί αφήνουν τα στέντιγκ”.

“Με συνάρπασαν οι παλιές ιστορίες, Άες Σεντάι. Τα παλιά βιβλία γέμισαν το ανάξιο μυαλό μου με εικόνες. Θέλω να δω τα άλση. Επίσης και τις πόλεις που χτίσαμε. Φαίνεται πως πολλές πόλεις και πολλά άλση έχουν χαθεί, μα, παρ’ όλο που τα κτίρια είναι κακό υποκατάστατο των δέντρων, έστω κι έτσι αξίζει να τα δεις. Οι Πρεσβύτεροι με θεωρούν αλλόκοτο, επειδή θέλω να ταξιδέψω. Πάντα ήθελα, πάντα έτσι με έβλεπαν. Κανείς τους δεν πιστεύει ότι υπάρχει κάτι αξιόλογο να δεις έξω από τα στέντιγκ. Ίσως να αλλάξουν γνώμη, όταν επιστρέψω και τους πω τι έχω δει. Το ελπίζω. Εν καιρώ”.

“Ίσως”, απάντησε η Μουαραίν μειλίχια. “Τώρα, Λόιαλ, πρέπει να με συγχωρήσεις που είμαι τόσο απότομη. Ξέρω πως είναι ανθρώπινο ελάττωμα. Οι σύντροφοι μου κι εγώ έχουμε επείγουσα ανάγκη να προγραμματίσουμε το ταξίδι μας. Αν θα μπορούσες να μας αφήσεις;”

Ήταν η σειρά του Λόιαλ να φανεί σαστισμένος. Ο Ραντ ήρθε να τον σώσει. “Θα έρθει μαζί μας. Του το υποσχέθηκα”.

Η Μουαραίν στάθηκε κοιτάζοντας τον Ογκιρανό, σαν να μην είχε ακούσει, τελικά όμως ένευσε. “Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει”, μουρμούρισε. “Λαν, κοίτα μη μας πιάσουν στον ύπνο”. Ο Πρόμαχος βγήκε από το δωμάτιο, σιωπηλά, με μόνο ήχο τον απαλό κρότο της πόρτας που έκλεινε πίσω του.

Η αναχώρηση του Λαν ήταν σαν σύνθημα· όλες οι κουβέντες σταμάτησαν. Η Μουαραίν πλησίασε στο τζάκι κι όταν στράφηκε για να δει τους υπόλοιπους, όλα τα μάτια ήταν στραμμένα πάνω της. Παρ’ όλο που ήταν μικροκαμωμένη, η παρουσία της δέσποζε στο δωμάτιο. “Δεν μπορούμε να μείνουμε πολύ στο Κάεμλυν, ούτε και είμαστε ασφαλείς εδώ, στην Ευλογία της Βασίλισσας. Τα μάτια του Σκοτεινού έχουν ήδη έρθει στην πόλη. Δεν βρήκαν αυτό που ψάχνουν, αλλιώς δεν θα έψαχναν ακόμα. Έβαλα φυλαχτά για να τα διώχνω και, μέχρι να καταλάβει ο Σκοτεινός πως υπάρχει ένα μέρος της πόλης στο οποίο οι αρουραίοι δεν μπαίνουν πια, θα έχουμε φύγει. Όμως ένα φυλαχτό, που θα εμπόδιζε άνθρωπο να μπει, θα έμοιαζε με φάρο για τους Μυρντράαλ και υπάρχουν επίσης Τέκνα του Φωτός στο Κάεμλυν, που ψάχνουν για τον Πέριν και την Εγκουέν”. Ο Ραντ μισάνοιξε το στόμα και η Μουαραίν τον κοίταξε, υψώνοντας το φρύδι της.

“Νόμιζα ότι έψαχναν για μένα και τον Ματ”, είπε.

Η εξήγηση έκανε την Άες Σεντάι να υψώσει και τα δύο φρύδια. “Γιατί νόμιζες ότι σε ψάχνουν οι Λευκομανδίτες;”

“Άκουσα έναν τους να λέει ότι έψαχναν για κάποιον από τους Δύο Ποταμούς. Μίλησε για Σκοτεινόφιλους. Τι άλλο να σκεφτώ; Με τόσα που έγιναν, είμαι τυχερός που μου έμεινε λίγο μυαλό”.

“Ξέρω ότι όλα ήταν μπερδεμένα, Ραντ”, πρόσθεσε ο Λόιαλ, “αλλά μπορείς να το ξεδιαλύνεις και μόνος σου. Τα Τέκνα μισούν τις Άες Σεντάι. Η Ελάιντα δεν θα—”

“Η Ελάιντα;” τον διέκοψε απότομα η Μουαραίν. “Τι σχέση έχει μ’ όλα αυτά η Ελάιντα Σεντάι;”

Κοίταξε τον Ραντ με τόσο σκληρό βλέμμα, που αυτός θέλησε να κάνει πίσω. “Ήθελε να με ρίξει στη φυλακή”, είπε αργά. “Το μόνο που ήθελα εγώ ήταν να δω τον Λογκαίν, αλλά δεν πίστευε ότι κατά τύχη βρέθηκα στους κήπους του Παλατιού με την Ηλαίην και τον Γκάγουιν”. Όλοι τον κοίταζαν σαν να είχε φυτρώσει και τρίτο μάτι στο κούτελό του, με εξαίρεση τον Λόιαλ. “Η Βασίλισσα Μοργκέις με άφησε να φύγω. Είπε ότι δεν υπήρχε απόδειξη πως είχα κακό σκοπό και ότι θα τηρούσε το νόμο, ό,τι υποψίες κι αν είχε η Ελάιντα”. Τίναξε το κεφάλι του και η ανάμνηση της Μοργκέις σ’ όλη τη λαμπρότητά της τον έκανε να ξεχάσει για μια στιγμή πως οι άλλοι τον κοίταζαν. “Το φαντάζεστε, εγώ να συναντήσω Βασίλισσα; Είναι πανέμορφη, σαν τις βασίλισσες στις ιστορίες. Το ίδιο και η Ηλαίην. Και ο Γκάγουιν... Πέριν, θα τον συμπαθούσες τον Γκάγουιν. Πέριν, Ματ;” Τον κοίταζαν χάσκοντας. “Μα το αίμα και τις στάχτες, εγώ μόνο που σκαρφάλωσα τον τοίχο για να δω τον ψεύτικο Δράκοντα. Δεν ήθελα να κάνω ζημιά”.

“Κι εγώ πάντα το ίδιο λέω”, είπε άτονα ο Ματ, αν και ξαφνικά χαμογέλασε πλατιά και η Εγκουέν ρώτησε με πολύ συγκρατημένο ύφος, “Ποια είναι η Ηλαίην;”

Η Μουαραίν κάτι μουρμούρισε εκνευρισμένα.

“Μια Βασίλισσα”, είπε ο Πέριν, κουνώντας το κεφάλι. “Στ’ αλήθεια έζησες περιπέτειες. Εμείς το μόνο που συναντήσαμε ήταν Μάστορες και μερικούς Λευκομανδίτες”. Ο Ραντ είδε ξεκάθαρα ότι, όσο μιλούσε, απέφευγε να κοιτάξει τη Μουαραίν. Ο Πέριν άγγιξε τις μελανιές στο πρόσωπό του. “Γενικά μιλώντας, οι Μάστορες με τα τραγούδια τους ήταν πιο ευχάριστοι από τους Λευκομανδίτες”.