“Οι Ταξιδιώτες ζούνε για τα τραγούδια τους”, είπε ο Λόιαλ. “Για όλα τα τραγούδια. Ή καλύτερα, για να ψάχνουν γι’ αυτά. Συνάντησα μερικούς Τουάθα’αν πριν μερικά χρόνια και ήθελαν να μάθουν τα τραγούδια που τραγουδάμε για τα δέντρα. Στην πραγματικότητα, τα δέντρα δεν ακούνε πολλούς τώρα πια και λίγοι Ογκιρανοί μαθαίνουν τα τραγούδια. Έχω κάποιο απομεινάρι του Ταλέντου, έτσι ο Πρεσβύτερος Άρεντ επέμενε να μάθω. Δίδαξα στους Τουάθα’αν ό,τι μπορούσαν να μάθουν, αλλά τα δέντρα ποτέ δεν ακούνε τους ανθρώπους. Για τους Ταξιδιώτες ήταν απλώς τραγούδια κι έτσι τα δέχτηκαν, αφού δεν ήταν ανάμεσά τους το τραγούδι που αναζητούν. Έτσι αποκαλούν τον αρχηγό κάθε ομάδας τους, Αναζητητή. Έρχονται μερικές φορές στο Στέντιγκ Σανγκτάι. Ελάχιστοι άνθρωποι έρχονται εκεί”.
“Αν θα ήθελες, Λόιαλ”, είπε η Μουαραίν, αλλά εκείνος ξαφνικά έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και συνέχισε μιλώντας βροντερά, σαν να φοβόταν ότι θα τον διέκοπτε.
“Μόλις θυμήθηκα κάτι, Άες Σεντάι, κάτι που πάντα ήθελα να ρωτήσω μια Άες Σεντάι, αν συναντούσα ποτέ κάποια, εφόσον ξέρετε τόσα πράγματα και έχετε μεγάλες βιβλιοθήκες στην Ταρ Βάλον και τώρα σε συνάντησα, φυσικά, και... μπορώ;”
“Αν το πεις σύντομα, ναι”, είπε εκείνη ξερά. . “Σύντομα”, είπε αυτός, σαν να αναρωτιόταν τι σήμαινε η λέξη. “Ναι. Λοιπόν. Σύντομα. Ήρθε ένας άνθρωπος στο Στέντιγκ Σανγκτάι πριν λίγο καιρό. Αυτό τότε δεν ήταν ασυνήθιστο, εφόσον πολλοί πρόσφυγες έρχονταν στη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου για να γλιτώσουν από τον Πόλεμο των Αελιτών”. Ο Ραντ χαμογέλασε πλατιά. Πριν λίγο καιρό· δηλαδή είκοσι χρόνια, πάνω-κάτω. “Ήταν ετοιμοθάνατος, αν και πάνω του δεν είχε ούτε σημάδι ούτε πληγή. Οι Πρεσβύτεροι σκέφτηκαν μήπως ήταν κάτι που είχαν κάνει οι Άες Σεντάι” ―ο Λόιαλ κοίταξε απολογητικά τη Μουαραίν― “εφόσον, μόλις βρέθηκε μέσα στο στέντιγκ, γρήγορα ανάρρωσε. Σε λίγους μήνες. Ένα βράδυ χωρίς φεγγάρι έφυγε, χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν, απλώς το έσκασε”. Κοίταξε την έκφραση της Μουαραίν και καθάρισε πάλι το λαιμό του. “Ναι. Σύντομα. Πριν φύγει είπε μια παράξενη ιστορία, που, όπως είπε, σκόπευε να τη μεταφέρει στην Ταρ Βάλον. Είπε άτι ο Σκοτεινός σκόπευε να τυφλώσει τον Οφθαλμό του Κόσμου και να σφάξει το Μέγα Ερπετό, να σκοτώσει τον ίδιο το χρόνο. Οι Πρεσβύτεροι είπαν ότι το μυαλό του ήταν γερό όσο και το κορμί του, αλλά αυτά είπε. Αυτό που θέλω να ρωτήσω είναι, μπορεί ο Σκοτεινός να κάνει τέτοιο πράγμα; Να σκοτώσει τον ίδιο το χρόνο; Και τον Οφθαλμό του Κόσμου; Μπορεί να τυφλώσει το μάτι του Μεγάλου Ερπετού; Τι σημαίνει αυτό;”
Ο Ραντ περίμενε τα πάντα από τη Μουαραίν εκτός από αυτό που είδε. Αντί να απαντήσει στον Λόιαλ, αντί να του πει ότι δεν είχε χρόνο για χάσιμο, στάθηκε εκεί, κοιτάζοντας μέσα από τον Ογκιρανό, χαμένη στις σκέψεις της.
“Αυτό μας είπαν και οι Μάστορες”, είπε ο Πέριν.
“Ναι”, είπε η Εγκουέν, “η ιστορία με την Αελίτισσα”.
Η Μουαραίν γύρισε το κεφάλι αργά. Το υπόλοιπο κορμί της έμεινε ακίνητο. “Ποια ιστορία;”
Τους κοίταζε ανέκφραστη, αλλά ο Πέριν πήρε μια βαθιά ανάσα, αν και, όταν άνοιξε το στόμα, μίλησε με περίσκεψη όπως πάντα. “Μερικοί Μάστορες που διέσχιζαν την Ερημιά —είπαν ότι μπορούσαν να πηγαίνουν εκεί χωρίς να τους πειράζει κανείς- βρήκαν μερικές Αελίτισσες ―φαίνεται πως ήταν όλες γυναίκες- που ήταν ετοιμοθάνατες μετά από μια μάχη με Τρόλοκ. Πριν πεθάνει και η τελευταία, είπε στους Μάστορες αυτό που μόλις τώρα είπε ο Λόιαλ. Ο Σκοτεινός —τον αποκάλεσε Τυφλωτή- σκοπεύει να τυφλώσει τον Οφθαλμό του Κόσμου. Αυτό έγινε μόλις πριν από τρία χρόνια, όχι είκοσι. Σημαίνει τίποτα;”
“Ίσως τα πάντα”, είπε η Μουαραίν. Το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο, αλλά ο Ραντ είχε την αίσθηση πως πίσω από αυτά τα μαύρα μάτια το μυαλό της σκεφτόταν εντατικά.
“Ο Μπα’άλζαμον”, είπε ξαφνικά ο Πέριν. Το όνομα έριξε ένα πέπλο σιωπής στο δωμάτιο. Κανένας δεν έμοιαζε να ανασαίνει καν. Ο Πέριν κοίταξε τον Ραντ και μετά τον Ματ, με μάτια αλλόκοτα γαλήνια, πιο κίτρινα από ποτέ. “Αρχικά αναρωτιόμουν πού είχα ξανακούσει το όνομα... τον Οφθαλμό του Κόσμου. Τώρα θυμάμαι. Εσείς;”
“Δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα”, είπε μουδιασμένος ο Ματ.
“Πρέπει να της πούμε”, συνέχισε ο Πέριν. “Τώρα είναι σημαντικό. Δεν μπορούμε να το κρατάμε πια κρυφό. Το καταλαβαίνεις, Ραντ, έτσι;”
“Τι να μου πείτε;” Η φωνή της Μουαραίν ήταν τραχιά και φάνηκε να ετοιμάζεται για να δεχτεί κάποιο πλήγμα. Το βλέμμα της είχε καταλήξει στον Ραντ.