Выбрать главу

“Η ανθρωπότητα και οι Ογκιρανοί, ό,τι είναι ζωντανό, βρίσκεται σε πόλεμο με τον Σκοτεινό”, είπε η Μουαραίν. “Το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου δεν το γνωρίζει αυτό ακόμα κι από τους λίγους που το ξέρουν οι περισσότεροι δίνουν αψιμαχίες και τις νομίζουν μάχες. Ενώ ο κόσμος αρνείται να το πιστέψει, ο Σκοτεινός ίσως βρίσκεται στα πρόθυρα της νίκης. Υπάρχει αρκετή δύναμη στον Οφθαλμό του Κόσμου για να ανοίξει τη φυλακή του. Αν ο Σκοτεινός βρήκε τρόπο να κάμψει τον Οφθαλμό του Κόσμου στη βούλησή του...”

Ο Ραντ ευχήθηκε να ήταν αναμένες οι λάμπες του δωματίου. Σουρούπωνε στο Κάεμλυν και η φωτιά του τζακιού δεν έδινε αρκετό φως. Δεν ήθελε καθόλου σκιές στο δωμάτιο.

“Τι μπορούμε να κάνουμε;” ξέσπασε ο Ματ. “Γιατί είμαστε τόσο σημαντικοί; Γιατί πρέπει να πάμε στη Μάστιγα; Στη Μάστιγα!”

Η φωνή της Μουαραίν δεν υψώθηκε, αλλά γέμισε το δωμάτιο επιβλητική. Η καρέκλα της πλάι στο τζάκι ξαφνικά έμοιασε με θρόνο. Ξαφνικά, ακόμα και η Μοργκέις θα ωχριούσε μπροστά της. “Ένα πράγμα μπορούμε να κάνουμε. Μπορούμε να προσπαθήσουμε. Αυτό που μοιάζει τυχαίο, συχνά είναι το Σχήμα. Τρία νήματα ήρθαν εδώ και το καθένα δίνει μια προειδοποίηση: ο Οφθαλμός. Δεν μπορεί να είναι τύχη· είναι το Σχήμα, Εσείς οι τρεις δεν διαλέξατε, σας διάλεξε το Σχήμα. Και είστε εδώ, όπου ο κίνδυνος είναι γνωστός. Μπορείτε να παραμερίσετε, καταδικάζοντας ίσως τον κόσμο. Το να τρέξετε και να κρυφτείτε δεν θα σας σώσει από το πλέξιμο του Σχήματος. Ή μπορείτε να προσπαθήσετε. Μπορείτε να πάτε στον Οφθαλμό του Κόσμου, τρεις Τα’βίρεν, τρία κέντρα του Ιστού, βαλμένα εκεί που βρίσκεται ο κίνδυνος. Ας υφανθεί το Σχέδιο γύρω σας εκεί και ίσως σώσετε τον κόσμο από τη Σκιά. Η εκλογή είναι δική σας. Δεν μπορώ να σας αναγκάσω να πάτε”.

“Θα πάω”, είπε ο Ραντ, προσπαθώντας να δείξει σιγουριά. Όμως, όσο κι αν πάσχιζε να βρει το κενό, το μυαλό του ήταν γεμάτο εικόνες. Ο Ταμ και η αγροικία και το κοπάδι στο λιβάδι. Ήταν ωραία ζωή· ποτέ δεν είχε θελήσει κάτι παραπάνω. Ανακουφίστηκε ―δεν ήταν μεγάλη η ανακούφιση― όταν άκουσε τον Πέριν και τον Ματ να προσθέτουν και τη δική τους συμφωνία. Κι αυτοί ακούγονταν να μιλούν με το στόμα ξερό.

“Φαντάζομαι πως ούτε η Εγκουέν ούτε εγώ έχουμε άλλη επιλογή”, είπε η Νυνάβε.

Η Μουαραίν ένευσε. “Είστε κι εσείς οι δύο μέρος του Σχήματος. Ίσως όχι τα’βίρεν ―ίσως— αλλά πάντως είστε δυνατές. Το ήξερα από το Μπάερλον. Και δεν υπάρχει αμφιβολία πως τώρα το ξέρουν και οι Ξέθωροι. Και ο Μπα’άλζαμον. Όμως έχετε την ίδια επιλογή που έχουν και οι νεαροί. Μπορείτε να μείνετε εδώ, ή να συνεχίσετε για την Ταρ Βάλον, όταν φύγουμε οι υπόλοιποι”.

“Να μείνουμε πίσω!” αναφώνησε η Εγκουέν. “Να σας αφήσουμε σε τόσους κινδύνους κι εμείς να κρυφτούμε κάτω από τις κουβέρτες; Εγώ δεν μένω!” Έπιασε το βλέμμα της Άες Σεντάι και συγκρατήθηκε λίγο, αλλά δεν υποχώρησε. “Δεν μένω”, μουρμούρισε πεισματικά.

“Ε, αυτό σημαίνει ότι και οι δύο θα σας συνοδεύσουμε”. Η φωνή της Νυνάβε είχε έναν τόνο παραίτησης, αλλά τα μάτια της έλαμψαν, όταν πρόσθεσε, “Χρειάζεσαι τα βότανά μου, Άες Σεντάι, εκτός αν απέκτησες κάποια ικανότητα που δεν ξέρω”. Η φωνή της έκρυβε μια πρόκληση, την οποία ο Ραντ δεν καταλάβαινε, αλλά η Μουαραίν απλώς ένευσε και στράφηκε στον Ογκιρανό.

“Λοιπόν, Λόιαλ, γιε του Άρεντ, του γιου του Χάλαν;”

Ο Λόιαλ ανοιγόκλεισε δυο φορές το στόμα του, με τα αυτιά του να σαλεύουν και μετά μίλησε. “Ε, ναι. Ο Θαλερός. Ο Οφθαλμός του Κόσμου. Αναφέρονται στα βιβλία, φυσικά, μα νομίζω ότι πολύ καιρό έχει να τους δει κάποιος Ογκιρανός με τα μάτια του. Φαντάζομαι... Μα πρέπει να πάμε από τις Οδούς;” Η Μουαραίν ένευσε και τα μακριά φρύδια του έγειραν, ώσπου οι άκρες τους άγγιξαν τα μάγουλά του. “Πολύ καλά, λοιπόν. Μου φαίνεται πως θα πρέπει να σας οδηγήσω. Ο Πρεσβύτερος Χάμαν θα έλεγε πως αυτό ακριβώς μου αξίζει, επειδή δεν κάθομαι ούτε μια στιγμή ήσυχος”.

“Κάναμε τις επιλογές μας, λοιπόν”, είπε η Μουαραίν. “Και τώρα που τις κάναμε, πρέπει να αποφασίσουμε το τι και το πώς”.

Ξενύχτησαν, καταστρώνοντας τα σχέδιά τους. Την πιο πολλή δουλειά την έκανε η Μουαραίν, με τις συμβουλές του Λόιαλ σχετικά με τις Οδούς, αλλά άκουγε τις ερωτήσεις και τις υποδείξεις όλων τους. Όταν νύχτωσε, ήρθε και ο Λαν, προσθέτοντας τα δικά του σχόλια με τη σκληρή σαν σίδερο, αργόσυρτη μιλιά του. Η Νυνάβε έκανε έναν κατάλογο με τις προμήθειες που θα χρειάζονταν και βουτούσε την πένα στο μελανοδοχείο με σταθερό χέρι, αν και συνεχώς μουρμούριζε μέσα από τα δόντια της.

Ο Ραντ ευχήθηκε να μπορούσε να συγκρατηθεί όπως η Σοφία. Βημάτιζε ασταμάτητα πάνω-κάτω, σαν να είχε δύναμη κι έπρεπε να εκτονωθεί, αλλιώς θα έσκαγε. Ήξερε πως είχε πάρει πια την απόφασή του, ήξερε ότι ήταν η μόνη που μπορούσε να πάρει με τα στοιχεία που διέθετε, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι του άρεσε αυτό που είχε αποφασίσει. Η Μάστιγα. Το Σάγιολ Γκουλ ήταν κάπου στη Μάστιγα, πέρα από τις Ρημαγμένες Χώρες.