Ο Ραντ πήγε να συναντήσει τον πατέρα του, και οι φίλοι του τον ακολούθησαν.
“Ποτέ δεν είδα τον αφέντη αλ’Βερ τόσο θυμωμένο”, ήταν το πρώτο που είπε ο Ραντ, κάτι που έκανε τον Ματ να τον κοιτάξει με αηδία.
“Ο δήμαρχος και η Σοφία σπάνια συμφωνούν”, είπε ο Ταμ, “και σήμερα συμφωνούσαν λιγότερο απ’ ό,τι συνήθως. Αυτό είναι όλο. Σ’ όλα τα χωριά τα ίδια γίνονται”.
“Και ο ψεύτικος Δράκοντας;” ρώτησε ο Ματ, και ο Πέριν μουρμούρισε κι αυτός, με προσμονή. “Και οι Άες Σεντάι;”
Ο Ταμ κούνησε το κεφάλι αργά. “Ο αφέντης Φάιν δεν ήξερε πολλά παραπάνω απ’ όσα είχε πει. Τουλάχιστον απ’ αυτά που μας ενδιέφεραν. Μάχες που κερδήθηκαν, ή χάθηκαν. Πόλεις που πάρθηκαν και ξαναπάρθηκαν. Όλα στη Γκεάλνταν, δόξα στο Φως Δεν εξαπλώθηκαν ακόμα, απ’ όσο δηλαδή ξέρει ο αφέντης Φάιν”.
“Οι μάχες εμένα μ’ ενδιαφέρουν”, είπε ο Ματ, και ο Πέριν συμφώνησε.
“Οι μάχες δεν ενδιαφέρουν εμένα, Μάτριμ”, είπε ο Ταμ. “Αλλά είμαι σίγουρος πως αργότερα θα σας πει τα πάντα με μεγάλη χαρά. “Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι δεν χρειάζεται ν’ ανησυχούμε μην έρθουν από εδώ, τουλάχιστον όπως έκρινε το Συμβούλιο. Δεν νομίζουμε ότι οι Άες Σεντάι θα έχουν λόγο να περάσουν από εδώ, καθώς θα πηγαίνουν προς το νότο. Κι όσο για το ταξίδι της επιστροφής, μάλλον δεν θα θέλουν να διασχίσουν το Δάσος των Σκιών και να κολυμπήσουν στο Λευκό Ποταμό”.
Ο Ραντ και οι άλλοι χασκογέλασαν ακούγοντας αυτή την ιδέα. Τρεις λόγοι υπήρχαν που δεν ερχόταν κανείς στους Δύο Ποταμούς, παρά μόνο από το βορρά, μέσω του Τάρεν Φέρυ. Τα Όρη της Ομίχλης, στα δυτικά, ήταν φυσικά ο πρώτος λόγος και το Βαλτοτόπι έκλεινε εξίσου αποτελεσματικά την ανατολική πλευρά. Προς το νότο υπήρχε ο Λευκός Ποταμός, που έπαιρνε το όνομά του από τον τρόπο που τα γοργά νερά του έπεφταν στα βράχια και τις πέτρες και γινόταν αφρός. Και πέρα από το Λευκό βρισκόταν το Δάσος των Σκιών. Ελάχιστοι κάτοικοι των Δύο Ποταμών είχαν περάσει ποτέ το Λευκό κι ακόμα λιγότεροι απ’ αυτούς είχαν επιστρέψει. Ο κόσμος συμφωνούσε, όμως, πως το Δάσος των Σκιών εκτεινόταν προς το νότο, περίπου εκατό μίλια, ή παραπάνω, δίχως δρόμο ή χωριό, αλλά με μπόλικους λύκους κι αρκούδες.
“Για μας δεν έχει άλλα λοιπόν”, είπε ο Ματ. Φαινόταν λιγάκι απογοητευμένος.
“Όχι ακριβώς”, είπε ο Ταμ. “Μεθαύριο θα στείλουμε ανθρώπους στο Ντέβεν Ράιντ και στο Λόφο της Βίγλας και στο Τάρεν Φέρυ, επίσης, για να κανονίσουμε να φυλάμε σκοπιές. Να υπάρχουν καβαλάρηδες μεταξύ Λευκού και Τάρεν και περίπολοι ενδιάμεσα. Αυτά θα έπρεπε να γίνουν σήμερα, αλλά μόνο ο δήμαρχος συμφωνεί μαζί μου. Οι άλλοι δεν αντέχουν να ζητήσουν από κανέναν να περάσει το Μπελ Τάιν πάνω στο άλογο, πέρα, στους Δύο Ποταμούς”.
“Μα είπες, έτσι μου φάνηκε, ότι δεν έχουμε λόγο να ανησυχούμε”, είπε ο Πέριν και ο Ταμ κούνησε το κεφάλι.
“Είπα ότι δεν πρέπει να ανησυχούμε, όχι ότι δεν ανησυχούμε. Είδα ανθρώπους να πεθαίνουν, επειδή ήταν σίγουροι ότι αυτό που δεν έπρεπε να γίνει δεν θα γινόταν. Εκτός αυτού, οι μάχες θα ξεσηκώσουν λογής-λογής ανθρώπους. Οι πιο πολλοί απλώς θα ψάχνουν για ένα σίγουρο μέρος, όμως κάποιοι άλλοι θα ζητούν τρόπο να ωφεληθούν από τις φασαρίες. Θα δώσουμε ένα χέρι βοήθειας στους πρώτους, αλλά πρέπει να είμαστε έτοιμοι για να στείλουμε τους άλλους στο δρόμο τους”.
Ο Ματ, ξαφνικά, άνοιξε το στόμα του. “Να ’ρθω κι εγώ; Θέλω να έρθω. Ξέρεις ότι είμαι καλός καβαλάρης”.
“Θέλεις να περάσεις μερικές βδομάδες που θα κρυώνεις, θα βαριέσαι και θα κοιμάσαι στις πέτρες;” Ο Ταμ γέλασε πνιχτά. “Μάλλον αυτό θα είναι όλο. Ελπίζω αυτό να είναι όλο. Είμαστε πολύ απομονωμένοι, ακόμα και πρόσφυγες δεν φτάνουν ως εδώ. Αλλά, αν το πήρες απόφαση, μπορείς να μιλήσεις στον αφέντη αλ’Βερ. Ραντ, είναι ώρα να γυρίσουμε σπίτι”, Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια ξαφνιασμένος. “Νόμιζα ότι θα μείνουμε για τη Νύχτα του Χειμώνα”.
“Έχουμε δουλειές στο σπίτι και σε θέλω μαζί μου”.
“Και πάλι, μπορούμε να κάτσουμε μερικές ώρες ακόμα. Θέλω και να δηλώσω εθελοντής για τις περιπόλους”.
“Φεύγουμε τώρα”, απάντησε ο πατέρας του, με τόνο που έδειχνε ότι δεν ήθελε αντιρρήσεις. Πρόσθεσε, με πιο απαλή φωνή, “Θα γυρίσουμε αύριο και θα προλάβεις να μιλήσεις στον δήμαρχο. Και θα προλάβουμε και τη Γιορτή. Κάτσε πέντε λεπτά και μετά έλα να με βρεις στο στάβλο”.
“Θα έρθεις στη σκοπιά μαζί με μένα και τον Ραντ;” ρώτησε ο Ματ τον Πέριν, ενώ ο Ταμ έφευγε. “Πάω στοίχημα πως πρώτη φορά συμβαίνει τέτοιο πράγμα στους Δύο Ποταμούς. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά, αν ανέβουμε στο Τάρεν, ίσως δούμε στρατιώτες, ή ποιος ξέρει τι άλλο. Ακόμα και Μάστορες”.