Έβλεπε την ίδια ανησυχία στα μάτια του Ματ, τον ίδιο φόβο που ήξερε πως ήταν και στα δικά του. Ο Ματ καθόταν με τα χέρια σφιγμένα, με τις αρθρώσεις τους κάτασπρες. Του Ραντ του φαινόταν πως, αν τα άφηνε, θα έτρεχαν να αρπάξουν το εγχειρίδιο από τη Σαντάρ Λογκόθ.
Στο πρόσωπο του Πέριν δεν υπήρχε η παραμικρή ανησυχία, αλλά αυτό που υπήρχε ήταν χειρότερο: μια μάσκα κούρασης και παραίτησης. Ο Πέριν έμοιαζε σαν να είχε πολεμήσει με κάτι, ώσπου δεν μπορούσε να το πολεμήσει άλλο πια και περίμενε να τον αποτελειώσει. Όμως, μερικές φορές...
“Κάνουμε αυτό που πρέπει”, Ραντ, είπε. “Η Μάστιγα:.. Για μια στιγμή εκείνα τα κίτρινα μάτια φωτίστηκαν από ενθουσιασμό, άστραψαν μέσα στην αναλλοίωτη κούραση του προσώπου του, σαν να είχαν δική τους ζωή, ξέχωρη από τον μεγαλόσωμο μαθητευόμενο σιδερά. “Έχει καλό κυνήγι στη Μάστιγα”, ψιθύρισε. Έπειτα ανατρίχιασε, σαν μόλις να είχε ακούσει τα λόγια του και πάλι στο πρόσωπό του φάνηκε η έκφραση παραίτησης.
Και η Εγκουέν. Ο Ραντ την πήρε στην άκρη κάποια στιγμή, κοντά στο τζάκι για να μην ακούγονται από τους άλλους, που οργάνωναν τις προετοιμασίες στο τραπέζι. “Εγκουέν, θα...” Τα μάτια της, σαν μεγάλες μαύρες λιμνούλες που τον παράσερναν, τον έκαναν να σταματήσει και να ξεροκαταπιεί. “Εμένα κυνηγά ο Σκοτεινός, Εγκουέν. Εμένα και τον Ματ και τον Πέριν. Δεν με νοιάζει τι λέει η Μουαραίν Σεντάι. Το πρωί εσύ και η Νυνάβε μπορείτε να ξεκινήσετε για την πατρίδα, ή για την Ταρ Βάλον, ή για όπου θέλετε να πάτε και κανένας δεν θα σας εμποδίσει. Ούτε οι Τρόλοκ, ούτε οι Ξέθωροι, ούτε κανείς. Αρκεί να μην είστε μαζί μας. Πήγαινε σπίτι, Εγκουέν. Ή πήγαινε στην Ταρ Βάλον. Αλλά φύγε”.
Περίμενε πως θα του έλεγε ότι είχε κι αυτή το ίδιο δικαίωμα να πάει όπου ήθελε, ότι ο Ραντ δεν είχε δικαίωμα να της λέει τι να κάνει. Προς έκπληξή του, του χαμογέλασε και του άγγιξε το μάγουλο.
“Σ’ ευχαριστώ, Ραντ”, του είπε με απαλή φωνή. Εκείνος ανοιγόκλεισε τα μάτια και έκλεισε το στόμα, καθώς η Εγκουέν συνέχιζε. “Ξέρεις όμως ότι δεν μπορώ. Η Μουαραίν Σεντάι μας είπε τι είδε η Μιν στο Μπάερλον. Έπρεπε να μου είχες πα ποια ήταν η Μιν. Νόμιζα... Τέλος πάντων, η Μιν λέει ότι κι εγώ είμαι μέρος όλων αυτών. Και η Νυνάβε. Ίσως να μην είμαι Τα’βίρεν”, η γλώσσα της σκόνταψε στη λέξη, “αλλά φαίνεται πως το Σχήμα στέλνει και μένα στον Οφθαλμό του Κόσμου. Ό,τι αφορά εσένα, αφορά εμένα”.
“Μα, Εγκουέν—”
“Ποια είναι η Ηλαίην;”
Στάθηκε για ένα λεπτό κοιτάζοντάς την κι έπειτα της είπε την καθαρή αλήθεια. “Είναι η Κόρη-Διάδοχος του θρόνου του Άντορ”.
Τα μάτια της γέμισαν φλόγες. “Αν δεν μπορείς να σοβαρευτείς, Ραντ, δεν θέλω να σου μιλήσω άλλο”.
Χωρίς να πιστεύει στα μάτια του, την είδε να γυρνά στο τραπέζι με το κορμί αλύγιστο και να γέρνει πλάι στη Μουαραίν, στηριγμένη στους ώμους της για να ακούσει τι έλεγε ο Πρόμαχος. Πρέπει να μιλήσω με τον Πέριν, σκέφτηκε. Αυτός ξέρα να μιλά στις γυναίκες.
Ο αφέντης Γκιλ μπήκε αρκετές φορές, πρώτα για να ανάψει τις λάμπες, ύστερα για να φέρει φαγητό ο ίδιος προσωπικά και αργότερα για να αναφέρει τι συνέβαινε έξω. Οι Λευκομανδίτες παρακολουθούσαν το πανδοχείο από το δρόμο και από τις δύο κατευθύνσεις του. Είχαν ξεσπάσει ταραχές στις πύλες της Έσω Πόλης και οι Φρουροί της Βασίλισσας είχαν συλλάβει αδιακρίτως ανθρώπους, που φορούσαν και κόκκινες κονκάρδες και άσπρες.
Κάποιος είχε προσπαθήσει να χαράξει το Δόντι του Δράκοντα στην εξώπορτα και η μπότα του Λάμγκουιν τον είχε μεταπείσει.
Ο πανδοχέας ίσως έβρισκε παράξενη την παρουσία του Λόιαλ σ’ αυτή την παρέα, αλλά δεν το έδειξε. Απάντησε στις λ£γες ερωτήσεις που του είχε κάνει η Μουαραίν και δεν προσπάθησε να ανακαλύψει τι σχεδίαζαν και, κάθε φορά που ερχόταν, χτυπούσε την πόρτα και περίμενε να του ανοίξει ο Λαν, σαν να μην ήταν δικό του το πανδοχείο και η βιβλιοθήκη. Στην τελευταία του επίσκεψη, η Μουαραίν του έδωσε την περγαμηνή, η οποία ήταν γεμάτη από τα στρωτά, μικρά γράμματα της Νυνάβε.
“Δεν θα είναι εύκολο τέτοια ώρα νυχτιάτικα”, είπε, κουνώντας το κεφάλι, καθώς το βλέμμα του έτρεχε στον κατάλογο, “αλλά θα το κανονίσω”.
Η Μουαραίν πρόσθεσε ένα μικρό δερμάτινο πουγκί, που κουδούνιζε καθώς του το έδινε κρατώντας το από το κορδόνι του. “Ωραία. Και φρόντισε να μας ξυπνήσουν πριν χαράξει. Εκείνη την ώρα αυτοί που μας παρατηρούν θα είναι λιγότερο προσεκτικοί”.
“Θα τους αφήσουμε να κοιτάζουν ένα άδειο κουτί, Άες Σεντάι”. Ο αφέντης Γκιλ χαμογέλασε πλατιά.