Ο Ραντ είχε αρχίσει να χασμουριέται, καθώς έβγαινε από το δωμάτιο μαζί με τους άλλους, ψάχνοντας για μπάνιο και κρεβάτι. Την ώρα που τριβόταν με ένα τραχύ πανί στο ένα χέρι και ένα μεγάλο κίτρινο κομμάτι σαπούνι στο άλλο, το βλέμμα του έπεσε στο σκαμνί πλάι στη μπανιέρα του Ματ. Κάτω από το προσεκτικά διπλωμένο παλτό του Ματ, ξεμύτιζε η χρυσή θήκη του εγχειριδίου από τη Σαντάρ Λογκόθ. Κι ο Λαν το κοίταζε μερικές φορές. Ο Ραντ αναρωτήθηκε, αν ήταν πραγματικά τόσο ασφαλές να το έχουν κοντά τους όσο ισχυριζόταν η Μουαραίν.
“Λες να το πιστέψει ο μπαμπάς μου;” Ο Ματ γέλασε, τρίβοντας τη ράχη του με μια μακριά βούρτσα. “Εγώ να σώσω τον κόσμο; Οι αδερφές μου δεν θα ξέρουν αν πρέπει να βάλουν τα γέλια ή τα κλάματα”.
Έμοιαζε με τον παλιό Ματ. Ο Ραντ ευχήθηκε να μπορούσε να ξεχάσει το εγχειρίδιο.
Ήταν βαθύ σκοτάδι, όταν οι δυο τους τελικά ανέβηκαν στο δωμάτιό τους κάτω από τα πρόστεγα και σύννεφα έκρυβαν τα αστέρια. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ο Ματ ξεντύθηκε πριν μπει στο κρεβάτι, αλλά έχωσε με μια φυσική κίνηση το εγχειρίδιο κάτω από το μαξιλάρι του. Ο Ραντ έσβησε το κερί μ’ ένα φύσημα και ξάπλωσε κι αυτός στο κρεβάτι του. Μπορούσε να νιώσει τη στρέβλωση από το άλλο κρεβάτι, όχι από τον Ματ, αλλά από κάτω από το μαξιλάρι του. Ακόμα ανησυχούσε, όταν τον πήρε ο ύπνος.
Από την αρχή ήξερε ότι ήταν όνειρο, ένα από τα όνειρα που δεν ήταν ακριβώς όνειρα. Στεκόταν κοιτάζοντας μια ξύλινη πόρτα, με σκούρο τσακισμένο ξύλο γεμάτο πελεκούδια. Ο αέρας ήταν κρύος και υγρός, με πηχτή μυρωδιά σαπίλας. Στο βάθος έσταζε νερό και τα πιτσιλίσματα αντηχούσαν κούφια σε πέτρινους διαδρόμους.
Αρνήσου το. Αρνήσου τον και η δύναμή του θα σβήσει.
Έκλεισε τα μάτια και συγκέντρωσε την προσοχή του στην Ευλογία της Βασίλισσας, στο κρεβάτι του, στον εαυτό του που Κοιμόταν στο κρεβάτι του. Όταν άνοιξε τα μάτια, η πόρτα ήταν ακόμα εκεί. Τα πιτσιλίσματα που αντηχούσαν ακούγονταν ακριβώς πάνω στο χτυποκάρδι του, λες και ο σφυγμός του κρατούσε το χρόνο. Έψαξε τη φλόγα και το κενό, όπως του είχε διδάξει ο Ταμ και βρήκε μέσα του γαλήνη, αλλά έξω τίποτα δεν άλλαξε. Ανοιξε αργά την πόρτα και μπήκε μέσα.
Όλα ήταν όπως τα θυμόταν στο δωμάτιο, του έμοιαζε να έχει φπαχτεί με φλόγες από το βράχο. Ψηλά, αψιδωτά τ αράθυρα έβγαζαν σ’ ένα μπαλκόνι δίχως κιγκλίδωμα και πιο πέρα τα στρώματα των σύννεφων κυλούσαν γοργά, σαν πλημμυρισμένο ποτάμι. Οι μαύρες μεταλλικές λάμπες έβγαζαν φλόγες, τόσο λαμπρές, που δεν μπορούσε να τις κοιτάξει και λαμπύριζαν, με μαύρο χρώμα, που όμως, με κάποιον τρόπο, άστραφτε σαν ασήμι. Η φωτιά μούγκριζε αλλά δεν έβγαζε ζέστη σε κείνο το τρομακτικό τζάκι, που ακόμα και όλες του οι πέτρες έμοιαζαν αόριστα σαν βασανισμένα πρόσωπα.
Όλα ήταν τα ίδια, όμως ένα πράγμα ήταν διαφορετικό. Στο γυαλισμένο τραπέζι στέκονταν τρεις μικρές μορφές, φιγούρες ανθρώπων, πρόχειρες και δίχως χαρακτηριστικά, σαν να βιαζόταν ο γλύπτης με τον πηλό του. Πλάι σε μια στεκόταν ένας λύκος, με σαφείς λεπτομέρειες, που αναδεικνύονταν πλάι στην άτεχνη πλάση Της ανθρώπινης φιγούρας και μια άλλη μορφή έσφιγγε ένα μικρούλικο εγχειρίδιο, μ’ ένα κόκκινο σημαδάκι στη λαβή να λαμπυρίζει στο φως. Η τρίτη μορφή κρατούσε σπαθί. Ένιωσε τις τρίχες του σβέρκου του να υψώνονται και όταν πλησίασε κοντά είδε τον ερωδιό με την έξοχη λεπτομέρεια στη μικρή λεπίδα.
Ύψωσε το κεφάλι πανικόβλητος και κοίταξε τον ένα καθρέφτη που υπήρχε. Το είδωλό του ήταν ακόμα μια θολούρα, αλλά όχι τόσο θαμπή όσο πριν. Τώρα, σχεδόν, μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του. Αν φανταζόταν ότι μισόκλεινε τα μάτια, τότε σχεδόν θα καταλάβαινε ποιος ήταν.
“Πολύ καιρό κρύβεσαι από μένα”.
Γύρισε από το τραπέζι, με την ανάσα να σκαλώνει στο λαιμό του. Πριν μια στιγμή ήταν μόνος, αλλά τώρα ο Μπα’άλζαμον στεκόταν μπροστά στα παράθυρα. Όταν μίλησε, τα μάτια και το στόμα του έγιναν σπήλαια γεμάτα φλόγες.
“Πάρα πολύ, αλλά όχι για πολύ ακόμα”.
“Σε αρνούμαι”, είπε βραχνά ο Ραντ. “Αρνούμαι ότι έχεις εξουσία πάνω μου. Αρνούμαι αυτό που είσαι”.
Ο Μπα’άλζαμον γέλασε, ένας βαθύς ήχος που πήγαζε από τη φωτιά. “Νομίζεις ότι είναι τόσο εύκολο; Μα βέβαια, πάντα έτσι έκανες. Κάθε φορά που στεκόμασταν έτσι, νόμιζες ότι μπορούσες να με αψηφήσεις”.
“Τι εννοείς, κάθε φορά; Σε αρνούμαι!”
“Πάντα με αρνείσαι. Στην αρχή. Αυτός ο αγώνας μεταξύ μας έχει ξανασυμβεί αναρίθμητες φορές. Κάθε φορά το πρόσωπό σου είναι διαφορετικό και το όνομά σου, μα κάθε φορά είσαι εσύ”.
“Σε αρνούμαι”. Ήταν ένας απεγνωσμένος ψίθυρος.
“Κάθε φορά ρίχνεις την ασήμαντη δύναμή σου εναντίον μου. Και κάθε φορά, τελικά, μαθαίνεις ποιος από τους δυο μας είναι ανώτερος. Τη μια Εποχή μετά την άλλη, γονατίζεις μπροστά μου, ή πεθαίνεις, ενώ εύχεσαι να είχες τη δύναμη να γονατίσεις. Δυστυχισμένε, ποτέ δεν θα με νικήσεις”.