Выбрать главу

“Ψεύτη!” φώναξε. “Πατέρα του Ψεύδους. Είσαι ο Πατέρας των Ηλιθίων, αν αυτή ήταν η καλύτερη προσπάθειά σου. Οι άνθρωποι σε βρήκαν την τελευταία Εποχή, την Εποχή των Θρύλων και σε έδεσαν εκεί που σου πρέπει”.

Ο Μπα’άλζαμον γέλασε πάλι με κύματα από κοροϊδευτικά γέλια, που έκαναν τον Ραντ να θέλει να κλείσει τα αυτιά του για να μην ακούει. Ανάγκασε τα χέρια του να μείνουν χαμηλωμένα. Παρά το κενό, έτρεμαν, όταν τα γέλια τελικά σταμάτησαν.

“Σκουλήκι, δεν ξέρεις τίποτα. Είσαι ανίδεος, σαν σκαθάρι κάτω από πέτρα και εύκολα, σαν σκαθάρι, μπορώ να σε λιώσω. Αυτή η μάχη συνεχίζεται από τη στιγμή της δημιουργίας. Οι άνθρωποι πάντα νομίζουν πως είναι καινούργιος πόλεμος, μα είναι ο παλιός, που τον έχουν ανακαλύψει εκ νέου. Μόνο που τώρα η αλλαγή φυσά μαζί με τους ανέμους του χρόνου. Η αλλαγή. Αυτή τη φορά δεν θα υπάρξει επιστροφή. Αυτές οι περήφανες Άες Σεντάι, που νομίζουν πως θα σε υψώσουν ενάντιά μου. Θα τις ντύσω μ’ αλυσίδες και θα τις στείλω να τρέχουν γυμνές για τα θελήματά μου, ή θα ρίξω τις ψυχές τους στο Χάσμα του Χαμού, να ουρλιάζουν στην αιωνιότητα. Όλες, εκτός από κείνες που ήδη με υπηρετούν. Θα στέκονται μονάχα ένα σκαλί πιο κάτω από μένα. Μπορείς να διαλέξεις να σταθείς μαζί τους, με τον κόσμο να σέρνεται ταπεινωμένος στα πόδια σου. Σου το προσφέρω άλλη μια φορά, μια τελευταία φορά. Μπορείς να σταθείς από πάνω τους, πάνω από κάθε δύναμη κι εξουσία, εκτός απ’ τη δική μου. Υπήρξαν φορές που αυτό διάλεξες, φορές που έζησες αρκετά για να γνωρίσεις τη δύναμή σου”.

Αρνήσου τον! Ο Ραντ άρπαξε αυτό που μπορούσε να αρνηθεί. “Καμία Άες Σεντάι δεν σε υπηρετεί. Άλλο ένα ψέμα!”

“Αυτό σου είπαν; Πριν δύο χιλιάδες χρόνια πήρα τους Τρόλοκ μου σ’ ολόκληρο τον κόσμο και ακόμα και μεταξύ των Άες Σεντάι βρήκα εκείνες που ήξεραν τι σημαίνει απόγνωση, που ήξεραν ότι ο κόσμος δεν μπορούσε να σταθεί μπροστά στον Σαϊ’τάν. Επί δύο χιλιάδες χρόνια οι Μαύρες Άτζα υπάρχουν ανάμεσα στις άλλες, αθέατες στις σκιές. Ίσως να είναι ακόμα κι αυτές που ισχυρίζονται πως σε βοηθούν”.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι, προσπαθώντας να αποδιώξει τις αμφιβολίες που πήγαζαν από μέσα του, όλες τις αμφιβολίες που είχε για τη Μουαραίν, για το τι ήθελε απ’ αυτόν η Άες Σεντάι και τι σχεδίαζε γι’ αυτόν. “Τι θέλεις από μένα;” κραύγασε. Αρνήσου τον! Φως, βοήθα με να τον αρνηθώ!

“Γονάτισε!” Ο Μπα’άλζαμον έδειξε το πάτωμα μπροστά στα πόδια του. “Γονάτισε και αναγνώρισέ με ως αφέντη σου! Στο τέλος αυτό θα κάνεις. Θα γίνεις δικό μου πλάσμα, ή θα πεθάνεις”.

Η τελευταία λέξη αντιλάλησε στο δωμάτιο, επαναλήφθηκε, πολλαπλασιάστηκε, ώσπου ο Ραντ σήκωσε τα χέρια, σαν να ήθελε να προστατέψει το κεφάλι του από κάποιο χτύπημα. Οπισθοχώρησε παραπατώντας, έπεσε στο τραπέζι και φώναξε, προσπαθώντας να πνίξει τον ήχο στα αυτιά του. “Όχιιιιιιιι!”

Καθώς φώναζε, στριφογύρισε, πετώντας τις φιγούρες στο πάτωμα. Κάτι τρύπησε το χέρι του, αλλά το αγνόησε και ποδοπάτησε τον πηλό, ώσπου κάτω απέμειναν μόνο άμορφοι λεκέδες. Αλλά, όταν έπαψε να φωνάζει, η ηχώ ήταν ακόμα εκεί και δυνάμωνε.

Πέθανε-πέθανε-πέθανε-πέθανε-ΠΕΘΑΝΕ- ΠΕΘΑΝΕ-ΠΕΘΑΝΕ- ΠΕΘΑΝΕ- ΠΕΘΑΝΕ- ΠΕΘΑΝΕ- ΠΕΘΑΝΕ-ΠΕΘΑΝΕ.

Ο ήχος τον τράβηξε σαν δίνη, τον παρέσυρε μέσα, κουρέλιασε το κενό στο μυαλό του. Το φως μισόσβησε και το οπτικό του πεδίο στένεψε σαν σήραγγα, με τον Μπα’άλζαμον να στέκεται ψηλός στο τελευταίο φωτεινό σημείο της άκρης, να μικραίνει, ώσπου είχε το μέγεθος του χεριού του κι ύστερα του νυχιού του και στο τέλος να χάνεται. Παντού τριγύρω τον στροβίλιζε η ηχώ, ρίχνοντας τον στο σκοτάδι και το θάνατο.

Τον ξύπνησε ο πάταγος, καθώς έπεφτε από το κρεβάτι, ενώ ακόμα πάλευε να βγει από κείνο το σκοτάδι. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, αλλά όχι και τόσο σκοτεινό. Προσπάθησε βιαστικά να επικεντρώσει την προσοχή του στη φλόγα, να χώσει εκεί το φόβο του, αλλά η γαλήνη του κενού του ξέφευγε. Τα χέρια και τα πόδια του τρεμούλιαζαν, αλλά κράτησε μπροστά του την εικόνα μιας φλόγας, ώσπου σταμάτησαν να ηχούν οι φλέβες στα αυτιά του.

Κι ο Ματ σπαρταρούσε στο κρεβάτι του, μουγκρίζοντας στον ύπνο του. ”...αρνούμαι, σε αρνούμαι, σε αρνούμαι...” Η φωνή του έσβησε, έγινε ένα ακατάληπτο βογκητό.

Ο Ραντ άπλωσε το χέρι να τον ξυπνήσει και μόλις τον άγγιξε ο Ματ ανακάθισε μ’ ένα πνιχτό γρύλισμα. Ο Ματ κοίταξε γύρω του με τρελαμένο βλέμμα για ένα λεπτό κι έπειτα πήρε μια αργή ανάσα με το στήθος του να τρεμουλιάζει και το κεφάλι του έπεσε στα χέρια του. Ξαφνικά έστριψε, έχωσε το χέρι κάτω από το μαξιλάρι και έγειρε πίσω, σφίγγοντας το εγχειρίδιο με τη ρουμπινένια λαβή στο στέρνο του. Γύρισε το κεφάλι να κοιτάξει τον Ραντ, με το πρόσωπο κρυμμένο στη σκιά. “Έχει ξαναγυρίσει, Ραντ”.