Выбрать главу

“Το ξέρω”. Ο Ματ ένευσε. “Ήταν τρεις φιγούρες...”

“Τις είδα κι εγώ”.

“Ξέρει ποιος είμαι, Ραντ, Έπιασα εκείνη με το εγχειρίδιο και είπε, “Αυτός είσαι λοιπόν”. Και, όταν ξανακοίταξα, η φιγούρα είχε το πρόσωπό μου. Το πρόσωπό μου, Ραντ! Έμοιαζε με σάρκα. Είχε αίσθηση σάρκας. Το Φως να με βοηθήσει, ένιωθα το ίδιο μου το χέρι να με σφίγγει, σαν να ήμουν εγώ η φιγούρα”.

Ο Ραντ έμεινε για μια στιγμή σιωπηλός. “Πρέπει να συνεχίσεις να τον αρνείσαι, Ματ”.

“Τον αρνήθηκα και γέλασε. Όλο μιλούσε για έναν αιώνιο πόλεμο κι έλεγε ότι είχαμε ξανασυναντηθεί με τον ίδιο τρόπο χιλιάδες φορές πριν και... Φως μου, Ραντ, ο Σκοτεινός με ξέρει”.

“Είπε το ίδιο και σε μένα. Δεν νομίζω ότι ξέρει”, πρόσθεσε αργά. “Δεν νομίζω ότι ξέρει ποιος από μας...” Ποιος από μας τι;

Καθώς σηκωνόταν, ένιωσε μια σουβλιά στο χέρι του. Πήγε στο τραπέζι, κατάφερε να ανάψει το κερί με την τρίτη προσπάθεια και έφερε το χέρι του στο φως. Χωμένη στην παλάμη ήταν μια χοντρή σχίζα από σκούρο ξύλο, λεία και γυαλισμένη από τη μια πλευρά. Την κοίταξε, χωρίς να ανασαίνει. Ξαφνικά, λαχανιασμένος, προσπάθησε να τραβήξει τη σχίζα με ξέφρενες κινήσεις.

“Τι έγινε;” ρώτησε ο Ματ.

“Τίποτα”.

Τελικά κατάφερε να την πιάσει και με μια κοφτή κραυγή την τράβηξε και την έβγαλε. Γρύλισε αηδιασμένος και την πέταξε, αλλά ο ήχος πάγωσε στο λαιμό του. Μόλις η σχίζα έφυγε από τα δάχτυλά του, εξαφανίστηκε.

Η πληγή όμως ήταν ακόμα εκεί στο χέρι του και μάτωνε. Η κανάτα στο τραπεζάκι είχε νερό. Γέμισε τη λεκάνη· τα χέρια του έτρεμαν τόσο, που γέμισε το τραπεζάκι νερά. Ξέπλυνε βιαστικά τα χέρια του, ζούληξε την παλάμη για να βγάλει κι άλλο αίμα και τα ξανάπλυνε. Ένιωθε φρίκη με τη σκέψη ότι θα έμενε κάποιο κομμάτι της σχίζας στη σάρκα του.

“Φως μου”, είπε ο Ματ, “κι εμένα μ’ έκανε να νιώθω βρώμικος”. Αλλά έμεινε εκεί που ήταν, κρατώντας το εγχειρίδιο και με τα δύο χέρια.

“Ναι”, είπε ο Ραντ. “Βρώμικος”. Πήρε μια πετσέτα από τη στοίβα δίπλα στη λεκάνη. Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και ο Ραντ τινάχτηκε. Το χτύπημα ξανακούστηκε. “Ναι;” είπε.

Η Μουαραίν έχωσε το κεφάλι της στο δωμάτιο. “Ξυπνήσατε κιόλας. Ωραία. Ντυθείτε γρήγορα και κατεβείτε. Πρέπει να φύγουμε πριν φωτίσει”.

“Τώρα;” γόγγυξε ο Ματ. “Ούτε μια ώρα δεν κοιμηθήκαμε”.

“Μια ώρα;” είπε εκείνη. “Τέσσερις ώρες κοιμηθήκατε. Βιαστείτε τώρα, δεν έχουμε χρόνο”.

Ο Ραντ κι ο Ματ κοιτάχτηκαν μπερδεμένοι. Ο Ραντ θυμόταν ξεκάθαρα την κάθε στιγμή του ονείρου. Είχε αρχίσει μόλις είχε κλείσει τα μάτια του και είχε κρατήσει λίγα μόνο λεπτά.

Η Μουαραίν κάτι πρέπει να είχε καταλάβει από τα βλέμματά τους. Τους έριξε μια διαπεραστική ματιά, και μπήκε στο δωμάτιο. “Τι συνέβη; Τα όνειρα;”

“Ξέρει ποιος είμαι”, είπε ο Ματ. “Ο Σκοτεινός ξέρει το πρόσωπό μου”.

Ο Ραντ σήκωσε αμίλητος το χέρι του, με την παλάμη προς τη Μουαραίν. Ακόμα και στο αμυδρό φως από το μοναδικό κερί, το αίμα ήταν ολοφάνερο.

Η Άες Σεντάι προχώρησε και πήρε το χέρι του, με τον αντίχειρά της πάνω στην παλάμη του να καλύπτει την πληγή. Το κρύο τον τρύπησε ως το κόκαλο, τόσο κρύο που τα δάχτυλά του σφίχτηκαν και χρειάστηκε να κάνει προσπάθεια για να μην κλείσουν. Όταν η Μουαραίν πήρε το χέρι της, χάθηκε και η παγωνιά.

Γύρισε το χέρι του αποσβολωμένος, έτριψε το μικρό λεκέ του αίματος. Η πληγή είχε χαθεί. Σήκωσε αργά τα μάτια του και συνάντησε το βλέμμα της Άες Σεντάι.

“Βιαστείτε”, είπε εκείνη απαλά. “Δεν έχουμε πολύ χρόνο πια”.

Ο Ραντ ήξερε ότι δεν αναφερόταν πια στην αναχώρηση τους.

44

Το Σκοτάδι στις Οδούς

Στο σκοτάδι μόλις πριν την αυγή ο Ραντ ακολούθησε τη Μουαραίν στην πίσω αίθουσα, όπου περίμεναν ο αφέντης Γκιλ και οι άλλοι· η Νυνάβε και η Εγκουέν έμοιαζαν να κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα, όπως και ο Λόιαλ, ενώ ο Πέριν ήταν ατάραχος, σχεδόν σαν τον Λαν. Ο Ματ ακολουθούσε τον Ραντ κατά πόδας, σαν να φοβόταν να μείνει μονάχος, έστω και για λίγο τώρα πια, έστω και μερικά μέτρα πιο πίσω. Η μαγείρισσα και οι βοηθοί της σήκωσαν το κεφάλι, καθώς η ομάδα περνούσε σιωπηλά από την κουζίνα, που ήταν ήδη κατάφωτη και καυτή, μιας και είχαν αρχίσει να ετοιμάζουν το πρωινό. Για του πελάτες του πανδοχείου δεν ήταν ασυνήθιστο να έχουν σηκωθεί τέτοια ώρα. Ο αφέντης Γκιλ μίλησε για να τις καθησυχάσει και η μαγείρισσα ξεφύσησε ηχηρά και άρχισε να χτυπά τη ζύμη με περισσότερη δύναμη. Ξαναγύρισαν στα τηγάνια τους και τις ζύμες τους, πριν ο Ραντ φτάσει στην πόρτα της αυλής του στάβλου.

Έξω η νύχτα ήταν ακόμα κατασκότεινη. Στα μάτια του Ραντ όλοι οι άλλοι ήταν απλώς μερικές πιο σκούρες σκιές. Ακολούθησε στα τυφλά τον πανδοχέα και τον Λαν, τυφλός κι ο ίδιος, ελπίζοντας πως με τη βοήθεια του αφέντη Γκιλ, από τη μια, που ήξερε τα κατατόπια και με το ένστικτο του Λαν, από την άλλη, θα κατάφερναν να βγουν στο δρόμο δίχως να σπάσει κανείς το πόδι του. Ο Λόιαλ σκόνταψε αρκετές φορές.