Выбрать главу

“Δεν καταλαβαίνω, γιατί να μην ανάψουμε ένα φωτάκι τουλάχιστον”, διαμαρτυρήθηκε ο Ογκιρανός. “Στα στέντιγκ δεν τρέχουμε έτσι στα σκοτάδια. Ογκιρανός είμαι, όχι γάτος”. Ο Ραντ φαντάστηκε τα αυτιά του Λόιαλ να τινάζονται με εκνευρισμό.

Ξαφνικά μέσα στη νύχτα πρόβαλλε μπροστά τους ο στάβλος, μια απειλητική μάζα, ώσπου η πόρτα του στάβλου άνοιξε μ’ ένα τρίξιμο, χύνοντας μια κορδέλα φωτός στην αυλή. Ο πανδοχέας την άνοιξε, μόνο όσο χρειαζόταν για να περάσουν ένας-ένας και την έκλεισε αμέσως πίσω από τον Πέριν, τόσο βιαστικά, που παραλίγο θα του μάγκωνε το πόδι. Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια στο ξαφνικό φως εκεί μέσα.

Οι σταβλίτες δεν ξαφνιάστηκαν με τον ερχομό τους, αντίθετα από τη μαγείρισσα. Τα άλογά τους ήταν σελωμένα και περίμεναν. Ο Μαντάρμπ περίμενε αγέρωχα, αγνοώντας τους πάντες εκτός από τον Λαν, αλλά ή Αλντίμπ άπλωσε το κεφάλι για να μυρίσει το χέρι της Μουαραίν. Υπήρχε ένα άλογο φορτωμένο κοφίνια κι ένα πελώριο ζώο με τριχωτά υποκνήμια, ψηλότερο ακόμα κι από τον επιβήτορα του Πρόμαχου, για τον Λόιαλ. Φαινόταν αρκετά μεγάλο για να τραβήξει μόνο του φορτωμένη αχυράμαξα, αλλά έμοιαζε με πόνυ σε σύγκριση με τον Ογκιρανό.

Ο Λόιαλ κοίταξε το μεγάλο άλογο και μουρμούρισε με αμφιβολία, “Μέχρι τώρα μια χαρά πήγαινα με τα πόδια μου”.

Ο αφέντης Γκιλ έκανε νόημα στον Ραντ. Ο πανδοχέας του δάνειζε ένα άλογο με τρίχωμα που είχε το χρώμα των μαλλιών του, ψηλό με πλατύ θώρακα, αλλά ο Ραντ χάρηκε, βλέποντας ότι δεν είχε τη φλόγα στο βάδισμα που είχε ο Κλάουντ. Ο αφέντης Γκιλ είπε ότι το όνομά του ήταν Κοκκινοτρίχης.

Η Εγκουέν πήγε κατευθείαν στην Μπέλα και η Νυνάβε στη φοράδα της με τα μακριά πόδια.

Ο Ματ έφερε το γκρι-καφέ άλογό του κοντά στον Ραντ. “Νιώθω νευρικός κοντά στον Πέριν”, μουρμούρισε. Ο Ραντ του έριξε μια κοφτή ματιά. “Να, φέρεται παράξενα. Δεν το βλέπεις; Ορκίζομαι ότι δεν είναι η φαντασία μου, ή... ή...”

Ο Ραντ ένευσε. Δόξα στο Φως, το εγχειρίδιο δεν του θολώνει πάλι το μυαλό. “Έτσι είναι, Ματ, αλλά μην αναστατώνεσαι. Η Μουαραίν ξέρει για... ό,τι κι αν είναι. Ο Πέριν είναι μια χαρά”. Ευχήθηκε να μπορούσε να το πιστέψει, αλλά αυτό φάνηκε να ικανοποιεί τον Ματ, λιγάκι τουλάχιστον.

“Φυσικά”, είπε βιαστικά ο Ματ, ενώ ακόμα κοίταζε τον Πέριν με την άκρη του ματιού του. “Δεν είπα ότι δεν είναι”.

Ο αφέντης Γκιλ συζητούσε με τον επικεφαλής των σταβλιτών. Ο άνδρας με το ωχροκίτρινο δέρμα και το πρόσωπο που έμοιαζε αλογίσιο χτύπησε το μέτωπό του με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του και έτρεξε στο πίσω μέρος του στάβλου. Ο πανδοχέας στράφηκε στη Μουαραίν, μ’ ένα ικανοποιημένο χαμόγελο στο στρογγυλό πρόσωπό του. Ο Ράμεϋ λέει ότι ο δρόμος είναι ανοιχτός, Άες Σεντάι”.

Ο πίσω τοίχος του στάβλου έμοιαζε χοντρός και γερός, γεμάτος βαριά ράφια με εργαλεία. Ο Ράμεϋ και άλλος ένας σταβλίτης κατέβασαν τα δικράνια, τις τσουγκράνες και τα φτυάρια και μετά άρχισαν να βγάζουν κρυμμένους σύρτες πίσω από τα ράφια. Ξαφνικά, ίνα κομμάτι του τοίχου άνοιξε προς τα μέσα, γυρνώντας σε μεντεσέδες, τόσο καλά κρυμμένους, που ο Ραντ δεν ήξερε αν μπορούσε να τους βρει ακόμα και με την πόρτα ανοιχτή. Το φως του στάβλου φώτιζε ένα τούβλινο τοίχο ελάχιστα μέτρα πιο πέρα.

“Είναι ένας παράδρομος ανάμεσα σε κτίρια”, είπε ο πανδοχέας, “αλλά κανένας έξω από αυτό το στάβλο δεν ξέρει ότι υπάρχει άνοιγμα από δω. Δεν θα υπάρχει κανείς να δει από πού βγήκατε, ούτε Λευκομανδίτες, ούτε οι άλλοι με τις άσπρες κονκάρδες”.

Η Άες Σεντάι ένευσε. “Μην ξεχνάς, καλέ μου πανδοχέα, αν φοβάσαι ότι θα έχεις μπελάδες μ’ αυτό που κάνεις, γράψε στη Σέριαμ Σεντάι του Γαλάζιου Άτζα στην Ταρ Βάλον και θα σε βοηθήσει. Φοβάμαι πως οι αδελφές μου κι εγώ έχουμε πολλά να κάνουμε για εκείνους που με βοήθησαν ως τώρα”.

Ο αφέντης Γκιλ γέλασε· δεν ήταν το γέλιο ανήσυχου ανθρώπου. “Μα, Άες Σεντάι, μου έχεις δώσει το μόνο πανδοχείο σ’ όλο το Κάεμλυν δίχως ποντίκια. Τι παραπάνω να ζητήσω; Μόνο και μόνο γι’ αυτό, θα έχω τη διπλή πελατεία”. Το χαμόγελο του σοβάρεψε. “Ό,τι κι αν ετοιμάζεις, η Βασίλισσα είναι με την Ταρ Βάλον κι εγώ με τη Βασίλισσα, έτσι σου εύχομαι να πάνε όλα καλά. Το Φως να σε φωτίζει, Άες Σεντάι. Το Φως να σας φωτίζει όλους”.

“Το Φως να φωτίζει κι εσένα, αφέντη Γκιλ”, απάντησε η Μουαραίν με μια μικρή κλίση της κεφαλής. “Αλλά για να λάμψει το Φως σε όλους μας, πρέπει να βιαστούμε”. Στράφηκε γοργά στον Λόιαλ. “Είσαι έτοιμος;”

Ο Ογκιρανός έριξε μια επιφυλακτική ματιά στα δόντια του αλόγου του και πήρε τα γκέμια. Προσπαθώντας να κρατήσει εκείνο το στόμα μακριά από το χέρι του, οδήγησε το ζώο στο άνοιγμα του πίσω μέρους του στάβλου. Ο Ράμεϋ χοροπηδούσε από το ένα πόδι στο άλλο, ανυπομονώντας να το ξανακλείσει. Ο Λόιαλ κοντοστάθηκε για μια στιγμή με το κεφάλι σκυμμένο, σαν να ένιωθε το αεράκι στο μάγουλό του. “Από δω”, είπε και έστριψε στο στενάκι.