Η Μουαραίν ακολούθησε ακριβώς πίσω από το άλογο του Λόιαλ, ύστερα ήταν ο Ραντ, μετά ο Ματ. Πρώτα ήταν η σειρά του Ραντ να οδηγήσει το φορτωμένο υποζύγιό τους. Η Νυνάβε και η Εγκουέν ήταν στη μέση της φάλαγγας, με τον Πέριν πίσω τους και τον Λαν στην οπισθοφυλακή. Η κρυμμένη πόρτα έκλεισε βιαστικά αμέσως μόλις ο Μαντάρμπ βγήκε στο χωμάτινο δρομάκι. Του Ραντ του φάνηκε πως ο ξυστός κρότος από τους σύρτες που έκλειναν ήταν εκκωφαντικός.
Ο παράδρομος, όπως τον είχε αποκαλέσει ο αφέντης Γκιλ, ήταν πράγματι εξαιρετικά στενός κι ακόμα πιο σκοτεινός από την αυλή του στάβλου, αν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Ψηλοί, ίσιοι τοίχοι από τούβλα ή ξύλο εκτείνονταν στις δύο πλευρές και μόνο μια στενή λωρίδα μαύρου ουρανοί βρισκόταν από πάνω τους. Τα μεγάλα, πλεχτά καλάθια, που κρεμόταν από το φορτωμένο άλογο, έγδερναν τα κτίρια και από τις δύο πλευρές. Τα κοφίνια ήταν γεμάτα ως απάνω με προμήθειες για το ταξίδι, κυρίως μεγάλα βάζα με λάδι. Ένα δεμάτι από κοντάρια ήταν δεμένα κατά μήκος στη ράχη του αλόγου και ο καθένας είχε μια λάμπα που κουνιόταν στην άκρη του. Στις Οδούς, είχε πει ο Λόιαλ, ήταν πιο σκοτεινά κι από τη σκοτεινότερη νύχτα.
Οι μισογεμάτες λάμπες άφηναν να περνά το κύλισμα του λαδιού που πηγαινοερχόταν και τσούγκριζαν αδύναμα μεταξύ τους με το ρυθμό του αλόγου. Ο ήχος δεν ήταν πολύ δυνατός, αλλά το Κάεμλυν ήταν ήσυχο την ώρα πριν την αυγή. Σιωπηλό. Ο μουντός μεταλλικός κρότος έμοιαζε αρκετά δυνατός για να ακούγεται ένα μίλι παραπέρα.
Όταν ο παράδρομος έβγαλε στο δρόμο, ο Λόιαλ διάλεξε κατεύθυνση χωρίς να σταθεί. Έμοιαζε τώρα να ξέρει ακριβώς πού πήγαινε, σον να γινόταν πιο σαφής η διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσει. Ο Ραντ δεν καταλάβαινε πώς ο Ογκιρανός μπορούσε να βρει την Πύλη και ο Λόιαλ δεν είχε καταφέρει να το εξηγήσει πολύ καθαρά. Είχε πει ότι απλώς το γνώριζε· το ένιωθε. Ο Λόιαλ υποστήριζε πως ήταν σαν να προσπαθούσε κάποιος να εξηγήσει πώς ανάσαινε.
Καθώς πήγαιναν βιαστικά, ο Ραντ κοίταξε πίσω, στη γωνία που βρισκόταν η Ευλογία της Βασίλισσας. Απ’ ό,τι είχε πει ο Λάμγκουιν, υπήρχαν ακόμα πεντ’ έξι Λευκομανδίτες κάπου κοντά σε Κείνη τη γωνία. Το ενδιαφέρον τους ήταν στραμμένο στο πανδοχείο, αλλά σίγουρα θα έρχονταν να δουν, αν άκουγαν θόρυβο. Τέτοια ώρα κανένας δεν έβγαινε έξω για καλό. Τα πέταλα έμοιαζαν να χτυπούν στις πλάκες του δρόμου σαν καμπάνες· οι λάμπες κρατούσαν, σαν να τις κουνούσε σκόπιμα το άλογο. Μόνο όταν έστριψαν στην άλλη γωνία σταμάτησε να κοιτάζει πάνω από τον ώμο του. Άκουσε αναστεναγμούς ανακούφισης κι από τους άλλους συγχωριανούς του, καθώς έστριβαν τη γωνία.
Ο Λόιαλ έμοιαζε να ακολουθεί την πιο ευθεία διαδρομή για την Πύλη, όπου κι αν τους έβγαζε. Μερικές φορές έτρεχαν σε φαρδιές λεωφόρους, που ήταν άδειες, με μόνη εξαίρεση κάποιο σκυλί, που τριγυρνούσε επιφυλακτικά στο σκοτάδι. Μερικές φορές περνούσαν βιαστικά από δρομάκια, στενά όσο ο παράδρομος έξω από το στάβλο, όπου, κάτω από τα ανυποψίαστα βήματά τους, πράγματα έλιωναν με υγρούς ήχους. Η Νυνάβε παραπονιόταν για τις οσμές που αναδίδονταν, μα κανένας δεν βράδυνε το βήμα.
Το σκοτάδι άρχισε να ελαφρώνει, να ξανοίγει προς το σκούρο γκρι. Αμυδρά λαμπυρίσματα τη αυγής έσταζαν στον ουρανό πάνω από τις ανατολικές στέγες. Μερικοί άνθρωποι φάνηκαν στους δρόμους, κουκουλωμένοι για το πρωινό αγιάζι, με τα κεφάλια σκυμμένα, ενώ ακόμα ονειρεύονταν τα κρεβάτια τους. Οι περισσότεροι δεν έδιναν σημασία σε κανέναν. Ελάχιστοι μόνο κοίταξαν τη σειρά των ανθρώπων και των αλόγων με τον Λόιαλ επικεφαλής της και μόνο ένας τους είδε πραγματικά.
Εκείνος γύρισε το κεφάλι όπως και οι άλλοι και είχε αρχίσει να ξαναβυθίζεται στις σκέψεις του, όταν ξαφνικά παραπάτησε, πέφτοντας σχεδόν, καθώς έστριβε για να τους δει. Υπήρχε λιγοστό φως, όσο για να δει κανείς μορφές, αλλά ήταν παραπάνω από αρκετό. Από απόσταση, μόνος του, ο Ογκιρανός θα έμοιαζε με ψηλό άνδρα με φυσιολογικό άλογο, ή για συνηθισμένο άνθρωπο που είχε μικρούλικο άλογο. Με τους άλλους στη σειρά πίσω του για προοπτική, ο Λόιαλ έμοιαζε μ’ αυτό που ήταν, μιάμιση φορά ψηλότερος από κανονικό άνθρωπο. Ο περαστικός έριξε μια ματιά και με μια πνιχτή κραυγή το έβαλε στα πόδια, με το μανδύα του να ανεμίζει πίσω του.
Σύντομα θα έβγαιναν κι άλλοι άνθρωποι στο δρόμο — πολύ σύντομα. Ο Ραντ είδε μια γυναίκα, που περνούσε βιαστικά από την απέναντι πλευρά του δρόμου, δίχως να βλέπει τίποτα άλλο εκτός από τις πλάκες του λιθόστρωτου μπροστά στα πόδια της. Σύντομα θα υπήρχαν περισσότεροι που θα τους πρόσεχαν. Ο ανατολικός ουρανός φωτίστηκε κι άλλο.