Выбрать главу

“Εκεί”, ανακοίνωσε τελικά ο Λόιαλ. “Είναι από κει κάτω”. Έδειχνε ένα μαγαζί, ακόμα κλειστό για το βράδυ. Οι πάγκοι μπροστά ήταν άδειοι, οι τέντες από πάνω διπλωμένες, η πόρτα διπλοκλειδωμένη. Τα παράθυρα από πάνω, όπου έμενε ο μαγαζάτορας, ήταν ακόμα σκοτεινά.

“Από κάτω;” αναφώνησε ο Ματ, χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά του. “Πώς στο Φως θα-;”

Η Μουαραίν σήκωσε το χέρι κόβοντάς τον και έκανε νόημα να την ακολουθήσουν στο στενάκι πλάι στο μαγαζί.Άλογα και άνθρωποι μαζί στριμώχτηκαν στο άνοιγμα ανάμεσα στα δυο κτίρια. Εκεί, στη σκιά των τοίχων, ήταν πιο σκοτεινά απ’ όσο στο δρόμο, σχεδόν νύχτα βαθιά πάλι.

“Πρέπει να υπάρχει πόρτα για το κελάρι”, μουρμούρισε η Μουαραίν. “Α, ναι”.

Ξαφνικά άνθισε ένα φως. Μια δροσερή μπάλα που έλαμπε, μεγάλη σαν γροθιά, αιωρούνταν πάνω από την παλάμη της Άες Σεντάι και προχωρούσε όπως αυτή κινούσε το χέρι της. Ο Ραντ σκέφτηκε πως ένα δείγμα όσων είχαν περάσει ήταν το ότι όλοι φάνηκαν να το θεωρούν φυσικό. Η Μουαραίν την πλησίασε στις πόρτες που είχε βρει, οι οποίες ήταν πλαγιασμένες, σχεδόν ίσιες με το έδαφος, με κρίκους με χοντρές μπάρες και μια σιδερένια κλειδωνιά μεγαλύτερο από το χέρι του Ραντ και σκεπασμένη αρχαία σκουριά.

Ο Λόιαλ τράβηξε την κλειδωνιά. “Μπορώ να τα ξεκολλήσω, όλα μαζί, αλλά θα κάνει τόση φασαρία που θα ξεσηκωθεί η γειτονιά”.

“Ας μην καταστρέψουμε την περιουσία του ανθρώπου, αν δεν είναι ανάγκη”. Η Μουαραίν μελέτησε για λίγο με προσήλωση την κλειδαριά. Ξαφνικά, χτύπησε απαλά το σκουριασμένο σίδερο με το ραβδί της κι η κλειδαριά άνοιξε αμέσως.

Ο Λόιαλ κατέβασε βιαστικά την κλειδαριά και άνοιξε τις πόρτες σηκώνοντας τες και τις στήριξε στο πλάι. Η Μουαραίν κατέβηκε τη ράμπα που φανερώθηκε μπροστά τους, φωτίζοντας το δρόμο με τη λαμπερή σφαίρα της. Η Αλντίμπ την ακολούθησε με προσεκτικά βήματα.

“Ανάψτε τις λάμπες και κατεβείτε”, είπε χαμηλόφωνα. “Υπάρχει χώρος. Βιαστείτε. Όπου να ’ναι θα φωτίσει”.

Ο Ραντ έλυσε βιαστικά τις λάμπες στα κοντάρια και τις κατέβασε από το υποζύγιο, αλλά, πριν ανάψει την πρώτη, συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του Ματ. Σε λίγα λεπτά ο κόσμος θα γέμιζε τους δρόμους και ο καταστηματάρχης θα κατέβαινε να ανοίξει το μαγαζί του και όλοι θα αναρωτιόνταν γιατί το στενάκι ήταν γεμάτο άλογα. Ο Ματ κάτι μουρμούρισε για το ότι θα έπαιρναν τα άλογα στο κτίριο, αλλά ο Ραντ χάρηκε, όταν επιτέλους κατέβασε το δικό του από τη ράμπα. Ο Ματ τον ακολούθησε, μιλώντας πάλι, αλλά χωρίς καθυστέρηση.

Η λάμπα του Ραντ κρεμόταν από το κοντάρι της και χτυπούσε στο ταβάνι, όταν δεν την πρόσεχε και η ράμπα δεν άρεσε ούτε στον Κοκκινοτρίχη, ούτε στο υποζύγιο. Έπειτα βρέθηκε κάτω και βγήκε από το δρόμο του Ματ. Η Μουαραίν άφησε το αιωρούμενο φως της να σβήσει, αλλά, καθώς έρχονταν και οι άλλοι, οι λάμπες φώτισαν το χώρο.

Το κελάρι ήταν μακρύ και πλατύ όσο το κτίριο από πάνω, με μεγάλο μέρος του χώρου να το καταλαμβάνουν τούβλινες κολώνες, που άρχιζαν από λεπτές βάσεις και ανεβαίνοντας έφταναν να έχουν πενταπλάσια διάμετρο στην οροφή. Το μέρος έμοιαζε να αποτελείται από μια σειρά από καμάρες. Υπήρχε άφθονος χώρος, αλλά ο Ραντ ακόμα ένιωθε στριμωγμένος. Το κεφάλι του Λόιαλ άγγιζε την οροφή.

Όπως είχε προαναγγείλει η σκουριασμένη κλειδαριά, το κελάρι είχε πολύ καιρό να χρησιμοποιηθεί. Το πάτωμα ήταν άδειο, με εξαίρεση λίγα σπασμένα βαρέλια γεμάτα διάφορα μικροπράγματα και ένα χοντρό χαλί από σκόνη. Τα πόδια τους είχαν σηκώσει κόκκους σκόνης στον αέρα, που λαμπύριζαν στο φως από τις λάμπες.

Ο Λαν ήταν ο τελευταίος που μπήκε και, μόλις κατέβασε τον Μαντάρμπ από τη ράμπα, ξανανέβηκε για να κλείσει τις πόρτες.

“Μα το αίμα και τις στάχτες”, μούγκρισε ο Ματ, “γιατί να φτιάξουν πύλη σε τέτοιο μέρος;”

“Δεν ήταν πάντα έτσι”, είπε ο Λόιαλ. Η βροντερή φωνή του αντήχησε σ’ αυτό το μέρος που έμοιαζε με σπηλιά. “Όχι πάντα. Όχι!” Ο Ραντ κατάλαβε έκπληκτος ότι ο Ογκιρανός ήταν θυμωμένος. “Κάποτε εδώ έστεκαν δέντρα. Όλα τα είδη των δέντρων που μπορούσαν να φυτρώσουν σ’ αυτό το μέρος, όλα τα είδη των δέντρων που μπορούσαν οι Ογκιρανοί να τα πείσουν να φυτρώσουν εδώ. Τα Μεγάλα Δέντρα, εκατό απλωσιές ψηλά. Είχε σκιά στα κλαριά τους και οι δροσερές αύρες έπαιρναν την ευωδιά των φύλλων και των λουλουδιών και κρατούσαν τη θύμηση της ειρήνης του στέντιγκ. Όλα εκείνα δολοφονήθηκαν για να γίνει αυτό!” Η γροθιά του χτύπησε μια κολώνα.

Η κολώνα φάνηκε να σείεται με το χτύπημα. Ο Ραντ ήταν σίγουρος πως είχε ακούσει τούβλα να σπάνε. Καταρράκτες από ξερό ασβεστοκονίαμα κύλησαν στην κολώνα.