“Ό,τι υφάνθηκε δεν μπορεί γα αλλάξει”, είπε ευγενικά η Μουαραίν. “Δεν θα ξαναφυτρώσουν τα δέντρα, αν γκρεμίσεις το κτίριο πάνω μας”. Τα πεσμένα φρύδια του Λόιαλ τον έκαναν να μοιάζει πιο ντροπιασμένος απ’ όσο θα κατόρθωνε να δείξει ένα ανθρώπινο πρόσωπο. “Με τη βοήθειά σου, Λόιαλ, ίσως εμποδίσουμε τα στέντιγκ που απέμειναν να πέσουν στη Σκιά. Μας έφερες σ’ αυτό που αναζητούμε”.
Όταν η Μουαραίν πλησίασε έναν τοίχο, ο Ραντ κατάλαβε ότι ήταν διαφορετικός από τους άλλους. Εκείνοι ήταν από συνηθισμένα τούβλα· αυτός ήταν από περίτεχνα δουλεμένη πέτρα, με φύλλα και κληματσίδες, που στροβιλίζονταν φανταχτερά, χλωμά ακόμα και κάτω από το στρώμα της σκόνης. Τα τούβλα και το ασβεστόκονίαμα ήταν παλιά, αλλά κάτι σ’ αυτή την πέτρα έλεγε ότι στεκόταν εκεί από πολύ καιρό, πολύ πριν ψηθούν τα τούβλα. Κατοπινοί χτίστες, Που κι αυτοί είχαν ζήσει αιώνες πριν, είχαν ενσωματώσει στη δουλειά τους αυτό που ήδη έστεκε εκεί και, ακόμα πιο μετά, κάποιοι το είχαν κάνει μέρος του κελαριού.
Ένα μέρος του σμιλεμένου πέτρινου τοίχου, ακριβώς στο κέντρο, ήταν πιο λεπτοδουλεμένο από τα υπόλοιπα. Αν και τα άλλα ήταν καλοφτιαγμένα, σε σύγκριση με αυτό έμοιαζαν να είναι άτεχνα αντίγραφα. Δουλεμένα στη σκληρή πέτρα, αυτά τα φύλλα έμοιαζαν να είναι μαλακά, να έχουν μείνει σε μια παγωμένη στιγμή, καθώς τα ανάδευε η γλυκιά καλοκαιριάτικη αύρα. Ταυτόχρονα, όμως, έδιναν μια αρχαία αίσθηση, πιο παλιά από την υπόλοιπη πέτρα, όπως ο πέτρινος τοίχος ήταν πιο παλιός από τους τούβλινους. Τόσο αρχαιότερα κι ακόμα πιο πολύ. Ο Λόιαλ τα κοίταζε λες και προτιμούσε να βρίσκεται οπουδήποτε αλλού εκτός από κει, ακόμα και έξω στους δρόμους και πάλι αντίπαλος με τον όχλο.
“Αβεντεσόρα”, μουρμούρισε η Μουαραίν, ακουμπώντας ένα τρίλοβο φύλλο στη σκαλισμένη πέτρα. Ο Ραντ έψαξε με το βλέμμα· ήταν το μόνο φύλλο του είδους του που έβλεπε. “Το φύλλο του Δέντρου της Ζωής είναι το κλειδί”, είπε η Άες Σεντάι και το φύλλο έμεινε στο χέρι της.
Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια· άκουσε πνιχτές κραυγές πίσω του. Το φύλλο αυτό, σαν τα υπόλοιπα, έμοιαζε να είναι κομμάτι του τοίχου. Έτσι απλά, η Άες Σεντάι το ακούμπησε πάλι στο σχήμα, μια απλωσιά χαμηλότερα. Το τριπλό φύλλο ταίριαζε εκεί σαν να είχε έτοιμη θέση και ήταν άλλη μια φορά κομμάτι ενός συνόλου. Μόλις βρέθηκε εκεί, όλη η φύση του κεντρικού τμήματος άλλαξε.
Ο Ραντ ήταν σίγουρος πως έβλεπε τα φύλλα να σαλεύουν σε κάποια αύρα που δεν την ένιωθε· του φαινόταν ότι κάτω από τη σκόνη ήταν καταπράσινα, ένα χαλί από πυκνή ανοιξιάτικη βλάστηση στο φωτισμένο από λάμπες κελάρι. Σχεδόν αδιόρατα στην αρχή, μια χαραμάδα άνοιξε στη μέση της αρχαίας σμιλεμένης πέτρας και πλάτυνε, καθώς τα δύο μισά άνοιξαν αργά προς τα έξω και στάθηκαν κάθετα ως προς την αρχική τους θέση. Και το πίσω μέρος τους ήταν Βουλεμένο όπως το μπροστινό, με την ίδια πληθώρα των, σχεδόν ζωντανών, φύλλων και κληματσίδων. Πίσω, εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει χώμα, ή το κελάρι του διπλανού κτιρίου, ένα μουντό, αντανακλαστικό τρεμόσβησμα έπιανε αχνά τα είδωλά τους.
“Άκουσα ότι κάποτε οι Πύλες άστραφταν σαν καθρέφτες”, είπε ο Λόιαλ, με ανάμικτο θρήνο και φόβο στην έκφρασή του. “Κάποτε, όποιος έμπαινε στις Οδούς περπατούσε στον ήλιο και τον ουρανό. Κάποτε”.
“Δεν μπορούμε να περιμένουμε”, είπε η Μουαραίν.
Ο Λαν την προσπέρασε, τραβώντας τον Μαντάρμπ, κρατώντας το κοντάρι με τη λάμπα. Το σκιώδες καθρέφτισμά του τον πλησίασε, τραβώντας ένα σκιώδες άλογο. Άνθρωπος κι αντανάκλαση έμοιασαν να μπαίνουν το ένα στο άλλο πάνω στην επιφάνεια που τρεμόσβηνε και χάθηκαν και χα δυο. Για μια στιγμή το μαύρο άτι κοντοστάθηκε, μπροστά στο φαινομενικά αδιάκοπο χαλινάρι που το ένωνε με την αμυδρή μορφή του ειδώλου του. Το χαλινάρι τεντώθηκε και το πολεμικό άλογο επίσης εξαφανίστηκε.
Για ένα λεπτό όλοι στο κελάρι στάθηκαν κοιτάζοντας την Πύλη.
“Βιαστείτε”, τους παρακίνησε η Μουαραίν. “Εγώ πρέπει να περάσω τελευταία. Δεν μπορούμε να το αφήσουμε ανοιχτό για να το βρει κανείς κατά τύχη. Βιαστείτε”.
Ο Λόιαλ αναστέναξε βαθιά και μπήκε στο τρεμόσβησμα. Το μεγάλο άλογο τίναξε το κεφάλι του και προσπάθησε να μην μπει σε κείνη την επιφάνεια, αλλά ένα τράβηγμα το παρέσυρε. Οι δυο τους χάθηκαν εντελώς, όπως ο Πρόμαχος με τον Μαντάρμπ.
Ο Ραντ, διστακτικά, πλησίασε τη λάμπα στην Πύλη. Η λάμπα βούλιαξε στο είδωλό της και τα δύο ενώθηκαν και χάθηκαν. Πίεσε τον εαυτό του να συνεχίσει να προχωρά, παρακολουθώντας το κοντάρι να χάνεται πόντο-πόντο και ύστερα έγινε ένα με τον εαυτό του και μπήκε στην Πύλη. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Κάτι παγωμένο γλίστρησε στο δέρμα του, σαν να περνούσε από έναν τοίχο κρύου νερού. Ο χρόνος επιμηκύνθηκε· το κρύο τον τύλιξε μια τρίχα τη φορά, πέρασε πάνω από τα ρούχα του, τη μια ίνα μετά την άλλη.