Выбрать главу

Ξαφνικά η παγωνιά έσκασε σαν φυσαλίδα και ο Ραντ στάθηκε για να ξαναβρεί την ανάσα του. Ήταν μέσα στις Οδούς. Λίγο μπροστά, ο Λαν και ο Λόιαλ περίμεναν υπομονετικά πλάι στα άλογά τους. Ολόγυρά τους υπήρχε μια μαυρίλα, που έμοιαζε να εκτείνεται στο άπειρο. Οι λάμπες τους έριχναν μια μικρή λιμνούλα φωτός γύρω τους, υπερβολικά μικρή, σαν κάτι να έσπρωχνε πίσω το φως, ή να το έτρωγε.

Νιώθοντας ξαφνικά ταραχή, τράβηξε απότομα τα χαλινάρι. Ο Κοκκινοτρίχης και το φορτωμένο άλογο ήρθαν μ’ ένα άλμα και, παραλίγο, θα τον σώριαζαν κάτω. Τρέκλισε, κρατήθηκε και έτρεξε στον Φρουρό και τον Ογκιρανό, τραβώντας πίσω του τα νευρικά άλογα. Τα ζώα χρεμέτιζαν αδύναμα. Ακόμα και ο Μαντάρμπ έμοιαζε να νιώθει κάποια παρηγοριά με την παρουσία των άλλων αλόγων.

“Πήγαινε σιγά όταν περνάς από Πύλη, Ραντ”, του σύστησε ο Λόιαλ. “Τα πράγματα είναι... αλλιώς μέσα στις Οδούς. Κοίτα”.

Κοίταξε πίσω, εκεί που έδειχνε ο Ογκιρανός, πιστεύοντας ότι θα έβλεπε το ίδιο θαμπό τρεμόσβησμα. Αντίθετα, μπορούσε να δει το κελάρι, σαν μέσα από ένα μεγάλο κομμάτι καπνισμένου γυαλιού στο σκοτάδι. Κατά κάποιον απωθητικό τρόπο, το σκοτάδι γύρω από ΤΟ παράθυρο του κελαριού έδινε την αίσθηση του βάθους, σαν να στεκόταν το άνοιγμα μόνο του, δίχως τίποτα πίσω ή γύρω του παρά μόνο το σκοτάδι. Τους το είπε μ’ ένα ταραγμένο γελάκι, αλλά ο Λόιαλ τον πήρε στα σοβαρά.

“Μπορείς να κάνεις τον κύκλο γύρω τους και δεν θα έβλεπες τίποτα από την άλλη πλευρά. Αλλά δεν θα το συμβούλευα. Τα βιβλία δεν λένε με σαφήνεια τι βρίσκεται πίσω από τις Πύλες. Νομίζω ότι μπορείς να χαθείς εκεί και δεν θα βρεις ποτέ το δρόμο του γυρισμού”.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι του και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην ίδια την Πύλη παρά σ’ αυτό που βρισκόταν πίσω της, αλλά κι αυτό, με τον τρόπο του, ήταν απωθητικό. Αν υπήρχε στο σκοτάδι κάτι που να μπορούσε να το κοιτάξει εκτός από την Πύλη, θα το κοίταζε. Στο κελάρι, όμως, μέσα από τη θολούρα, η Μουαραίν και οι άλλοι φαίνονταν καθαρά, αλλά κινούνταν σαν μέσα σ’ όνειρο. Το κάθε βλεφάρισμα του ματιού έμοιαζε με προμελετημένη, μεγαλεπήβολη κίνηση. Ο Ματ προχωρούσε προς την Πύλη σαν να περπατούσε σε πηχτή, διαφανή σούπα, κουνώντας τα πόδια σαν να κολυμπούσε.

“Ο Τροχός κυλά γρηγορότερα στις Οδούς”, εξήγησε ο Λόιαλ. Κοίταξε το σκοτάδι που τους τύλιγε και το κεφάλι του βούλιαξε ανάμεσα στους ώμους του. “Κανένας από τους ζωντανούς δεν ξέρει, παρά μονάχα αποσπάσματα. Φοβάμαι αυτά που δεν ξέρω για τις Οδούς, Ραντ”.

“Ο Σκοτεινός δεν μπορεί να νικηθεί χωρίς ρίσκο”, είπε ο Λαν. “Αλλά αυτή τη στιγμή είμαστε ζωντανοί και μπροστά μας είναι η ελπίδα πως θα παραμείνουμε ζωντανοί. Μην παραδίνεσαι πριν σε νικήσουν, Ογκιρανέ”.

“Δεν θα μιλούσες με τόση σιγουριά, αν είχες βρεθεί ποτέ στις Οδούς”. Ο συνηθισμένος μακρινός κεραυνός της φωνής του Λόιαλ είχε σιγάσει. Κοίταζε το σκοτάδι σαν να έβλεπε πράγματα εκεί. “Ούτε κι εγώ έχω ξαναβρεθεί εδώ, αλλά έχω δει Ογκιρανούς που μπήκαν σε Πύλες και ξαναβγήκαν. Δεν θα τα έλεγες αυτά, αν τους είχες δει”.

Ο Ματ πέρασε από την είσοδο και συνέχισε με φυσιολογική ταχύτητα. Για μια στιγμή κοίταξε το, φαινομενικά, ατέλειωτο σκοτάδι και μετά ήρθε τρέχοντας κοντά τους, με τη λάμπα να κουνιέται στο κοντάρι του και το άλογό του να πηδά πίσω του, ρίχνοντάς τον σχεδόν κάτω. Ένας-ένας πέρασαν και οι άλλοι, ο Πέριν και η Εγκουέν και η Νυνάβε· ο καθένας που περνούσε βουβαινόταν έκπληκτος και ύστερα έτρεχε να βρει τους άλλους. Κάθε λάμπα μεγάλωνε τη λιμνούλα του φωτός, όχι όμως όσο θα έπρεπε. Ήταν σαν το σκοτάδι να γινόταν πυκνότερο όσο περισσότερο φως υπήρχε, σαν να πήχτωνε για να πολεμήσει και να μην διαλυθεί.

Ο Ραντ δεν ήθελε να συνεχίσει μ’ αυτές τις σκέψεις. Και μόνο που βρισκόταν εκεί ήταν άσχημο, δεν ήταν ανάγκη να χαρίζει στο σκοτάδι δική του βούληση. Όλοι όμως έδειχναν να νιώθουν αυτό το πλάκωμα. Ο Ματ δεν έκανε κανένα ειρωνικό σχόλιο και η Εγκουέν έδειχνε ότι ξανασκεφτόταν την απόφασή της να έρθει εδώ. Όλοι παρακολουθούσαν σιωπηλοί την Πύλη, το τελευταίο παράθυρο στον κόσμο που ήξεραν.

Τελικά, μονάχα η Μουαραίν έμεινε στο κελάρι, αμυδρά φωτισμένη από τη λάμπα που είχε πάρει. Η Άες Σεντάι ακόμα κινιόταν με κείνο τον ονειρικό τρόπο. Το χέρι της πλησίασε το φύλλο του Αβεντεσόρα αργά, συρτά. Ο Ραντ είδε ότι το φύλλο ήταν πιο κάτω στα σμιλέματα αυτής της πλευράς, ακριβώς εκεί που το είχε βάλει από την άλλη. Το έβγαλε και το ξανάβαλε στην αρχική του θέση. Ο Ραντ ξαφνικά αναρωτήθηκε, αν είχε γυρίσει στη θέση του και το φύλλο στην άλλη πλευρά της Πύλης.