Η Άες Σεντάι πέρασε οδηγώντας την Αλντίμπ, καθώς οι πέτρινες πόρτες άρχισαν να κλείνουν αργά πίσω της. Πλησίασε τους υπόλοιπους και το φως της λάμπας της απομακρύνθηκε από τις κάρτες πριν κλείσουν. Η μαυρίλα κατάπιε την εικόνα του κελαριού που μίκραινε. Πέρα από το πολιορκημένο φως που έβγαζαν οι λάμπες τους, τους κύκλωνε τελείως το σκοτάδι.
Ξαφνικά, του Ραντ του φάνηκε ότι οι λάμπες ήταν το μόνο φως που είχε μείνει στον κόσμο. Κατάλαβε ότι ήταν στριμωγμένος ανάμεσα στον Πέριν και την Εγκουέν. Η Εγκουέν τον κοίταξε με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά και κόλλησε πάνω του και ο Πέριν δεν κουνήθηκε καθόλου για να αφήσει χώρο. Ήταν κάποια παρηγοριά το να αγγίζεις έναν άλλο άνθρωπο, όταν το σκοτάδι είχε καταπιεί ολόκληρο τον κόσμο. Ακόμα και τα άλογα έμοιαζαν να νιώθουν τις Οδούς να τα πιέζουν το ένα στο άλλο.
Η Μουαραίν, φαινομενικά αδιάφορη, καβάλησε το άλογό της και έγειρε μπροστά, με τα χέρια της ακουμπισμένα στο σκαλισμένο ραβδί, που το είχε κάθετα τοποθετημένο στο ψηλό μπροστάρι της σέλας της. “Πρέπει να φεύγουμε, Λόιαλ”.
Ο Λόιαλ τινάχτηκε ξαφνιασμένος και ένευσε με δύναμη. “Ναι. Ναι, Άες Σεντάι, έχεις δίκιο. Ούτε στιγμή παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται”. Έδειξε μια πλατιά άσπρη λωρίδα, που κυλούσε κάτω από τα πόδια τους και ο Ραντ απομακρύνθηκε απ’ αυτήν βιαστικά. Το ίδιο έκαναν και οι φίλοι του. Του φαινόταν πως το έδαφος ήταν κάποτε λείο, αλλά τώρα η επιφάνειά του ήταν σκαμμένη, σαν να είχε πάθει η πέτρα ευλογιά. Η άσπρη γραμμή σε αρκετά σημεία ήταν σπασμένη. “Αυτό οδηγεί από την Πύλη στον πρώτο Οδηγό. Από κει...” Ο Λόιαλ κοίταξε γύρω του ανήσυχος και μετά ανέβηκε στο άλογά του, δίχως την απροθυμία που είχε δείξει νωρίτερα. Το άλογο είχε τη μεγαλύτερη σέλα που είχε καταφέρει να βρει ο αρχισταβλίτης, αλλά ο Λόιαλ τη γέμιζε από το μπροστάρι ως τη ράχη. Τα πόδια του κρέμονταν και έφταναν, σχεδόν, ως τα γόνατα του αλόγου. “Ούτε λεπτό παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται”, μουρμούρισε. Οι άλλοι ανέβηκαν στις σέλες απρόθυμα.
Η Μουαραίν και ο Λαν ήταν δεξιά και αριστερά του Λόιαλ, ακολουθώντας την άσπρη γραμμή στο σκοτάδι. Όλοι οι άλλοι πλησίαζαν από πίσω όσο πιο κοντά μπορούσαν και οι λάμπες λικνίζονταν πάνω από τα κεφάλια τους. Οι λάμπες, κανονικά, έπρεπε να λάμπουν αρκετά για να φωτίσουν ολόκληρο σπίτι, αλλά τρία μέτρα πιο πέρα το φως τους σταματούσε. Η μαυρίλα το σταματούσε, σαν να έπεφτε σε τοίχο. Το τρίξιμο από τις σέλες και το κροτάλισμα των πετάλων στην πέτρα έμοιαζε να φτάνει μόνο ως το χείλος του φωτός.
Το χέρι του Ραντ συνεχώς πήγαινε στο σπαθί του. Όχι ότι πίστευε πως υπήρχε κάτι εκεί έξω από το οποίο μπορούσε να φυλαχτεί με το σπαθί· δεν φαινόταν να έχει εκεί μέρος για να υπάρχει κάτι. Η φυσαλίδα του φωτός ολόγυρά τους έμοιαζε να είναι σπηλιά μέσα σε πέτρα, εντελώς περικυκλωμένη, δίχως διέξοδο. Τα άλογα έμοιαζαν να προχωρούν τραβώντας τροχό, έτσι που όλα γύρω τους έμεναν απαράλλαχτα. Ο Ραντ έσφιγγε τη λαβή, σαν να μπορούσε η πίεση του χεριού του να απομακρύνει την πέτρα που ένιωθε να βαραίνει πάνω του. Αγγίζοντας το σπαθί, θυμόταν τα μαθήματα του Ταμ. Έβρισκε για λίγο τη γαλήνη του κενού. Αλλά το βάρος πάντα επέστρεφε και πλάκωνε το κενό, ώσπου γινόταν απλή σπηλιά στο νου του και αναγκαζόταν να ξαναρχίσει, αγγίζοντας το σπαθί του Ταμ για να το ξαναθυμηθεί.
Ήταν αιτία ανακούφισης όταν κάτι άλλαζε, έστω κι αν ήταν μονάχα μια μεγάλη πελεκημένη πέτρα στημένη όρθια, που πρόβαλλε από το σκοτάδι μπροστά τους· η πλατιά άσπρη γραμμή σταματούσε στη βάση της. Φιδίσιες μεταλλικές καμπύλες στόλιζαν όλη την επιφάνεια, γραμμές γεμάτες χάρη, που θύμισαν αόριστα στον Ραντ τα φύλλα και τις κληματσίδες. Η πέτρα και το μέταλλο ήταν σημαδεμένες, σαν δέρμα κάποιου που είχε πάθει ευλογιά.
“Ο Οδηγός”, είπε ο Λόιαλ, και έγειρε από τη σέλα για να κοιτάξει συνοφρυωμένος τη μεταλλικά στολίσματα, που έμοιαζαν να κυλούν το. ένα στο άλλο.
“Ογκιρανή γραφή”, είπε η Μουαραίν, “αλλά δεν βγάζω τι λέει έτσι διαλυμένη που είναι”.
“Κι εγώ δυσκολεύομαι”, είπε ο Λόιαλ, “αλλά καταλαβαίνω ότι πρέπει να πάμε από κει”. Έστριψε το άλογά του Στα σύνορα του φωτός από τις λάμπες τους φάνηκαν κι άλλες δουλεμένες πέτρες, κάτι που έμοιαζε να είναι πέτρινες γέφυρες που απλώνονταν στο σκοτάδι και ράμπες με απαλή κλίση, δίχως καθόλου κάγκελα, που οδηγούσαν και πάνω και κάτω. Ανάμεσα στις πέτρες και τις ράμπες, όμως, υπήρχε ένα κιγκλίδωμα, που έφτανε στο ύψος του στήθος, λες κι εκεί ήταν επικίνδυνο να πέσει κανείς. Το κιγκλίδωμα ήταν φτιαγμένο από αχάρακτες άσπρες πέτρες, με απλά κυρτώματα και καμπυλώματα, που ταίριαζαν μεταξύ τους, σχηματίζοντας πολύπλοκα σχέδια. Κάτι σ’ όλα αυτά του φαινόταν γνώριμο, αλλά ήξερε πως ήταν η φαντασία του, που έψαχνε για κάτι γνωστό εκεί που όλα ήταν παράξενα.